-
41 ἀνελευθερία
ἀνελευθερ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνελευθερία
-
42 ἀσέλγεια
ἀσέλγ-εια, ἡ,A licentiousness, wanton violence, Pl.R. 424e, Is.3.13, etc., : joined with ὕβρις, Id.21.1; insolence, opp. κολακεία, Phld.Lib.p.42 O.;τῶν δημαγωγῶν Arist.Pol. 1304b22
: Astrol., epith. of certain ζῴδια, Vett. Val.335.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσέλγεια
-
43 ἄθρυπτος
A unbroken, imperishable, Plu.2.1055b; tough, of flesh, Herophil. ap. Gal.4.596.II not enervated, Carm. Aur. 35; of language, not affected, λέξις ἀφελὴς καὶ ἄ. Plu.Lyc.21:—of a person, ἄ. εἰς γέλωτα never breaking into laughter, Id.Per.5;ὦτα ἄθρυπτα κολακείᾳ Id.2.38b
. Adv.- τως Id.Fab.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθρυπτος
-
44 ἐμφυσάω
A blow in,ἐς τὰς ῥῖνας Aret.CA1.2
, cf. POxy.1088.37; αὐλητρὶς ἐνεφύσησε breathed into the flute, Ar.V. 1219; οἴνῳ ἐ. Hippiatr.11.III blow up, inflate, τὸ μὲν [ τῆς τροφῆς]ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Arist.HA 603b30
;ἐ. τὰς φλέβας Id.Pr. 881b14
:—[voice] Pass., to be inflated or, generally, swollen, Hp.Coac. 154, Arist.HA 524a17, al.: metaph.,τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Clearch.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφυσάω
-
45 ὑποδρομή
ὑπο-δρομή, ἡ, das Unter-, Hinab-, Hineinlaufen; καὶ κολακεία, Kriecherei; Zufluchtsort, Zuflucht, Rettung -
46 κόλαξ
κόλαξ, - ᾰκοςGrammatical information: m.Meaning: `flatterer, fawner' (Att. hell.).Compounds: Often as 2. member in the comedy, e. g. κνισο-κόλαξ, s. Risch IF 59, 277.Derivatives: κολακεία (Democr., Pl.), κολακίς f. (Clearch., Plu.), κολακικός `flattering' (Pl.) and κολακεύω `flatter' (Att. hell.); κολάκευμα (X.) `flattering', κολακευτικός `id.' (Pl.), κολακευτής = κόλαξ (Gloss.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Attic everyday language without etymology. Persson connects κηλέω, which is improb. because of the o-vowel; cf. Pok. 551, W.-Hofmann s. calumnia. Not better Pisani Ist. Lomb. 77, 553: to κέλλω, δύσκολος or Machek Slavia 16, 211 and Listy filol. 72, 69f.: to Slav. * cholcholiti in Czech. chlácholiti `soothe, acquiesce, flatter'. - Earlier attempts in Bq. - As the suffix - ακ- is Pre-Greek, so is the word prob.Page in Frisk: 1,896Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλαξ
См. также в других словарях:
κολακεία — κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc/acc dual κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείᾳ — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακείας — κολακείᾱς , κολακεία flattery fem acc pl κολακείᾱς , κολακεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαι — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαν — κολακείᾱν , κολακεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακειῶν — κολακεία flattery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεῖαι — κολακεία flattery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείην — κολακεία flattery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)