-
1 κολακεία
-
2 κολακεία
κολακεία, ἡ, das Schmeicheln, die Schmeichelei -
3 παρα-μίγνῡμι
παρα-μίγνῡμι (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχϑαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24.
-
4 σύν-τροφος
σύν-τροφος, mit, zugleich, zusammen gefüttert, ernährt; dah. mit Einem durch Erziehung, Umgang verbunden, vertrau't, wie Ajar die Athene nennt, τὸ σύντροφον γένος, Soph. Ai. 848; El. 1181; u. übertr., οὐκέτι συντρόφοις ὀργαῖς ἔμπεδος, ἀλλ' ἐκτὸς ὁμιλεῖ, vom Wahnsinn des Ajax, Ai. 625; τῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὶ σύντροφος, Her. 7, 102; gewöhnlich, von Krankheiten, die im Lande vorkommen, Thuc. 2, 50; von Hausthieren, Xen. Mem. 2, 3, 4; αἰσχύνῃ, Ep. ad. 9 (XII, 99); σύντροφον ἔχειν τινά, Antiphil. 7 (VI, 257); öfter in späterer Prosa: τῇ φιλοσοφίᾳ καὶ πενίᾳ σύντροφος, Luc. Nigr. 12; κολακείᾳ, Merc. cond. 20; Pseudol. 28 u. öfter. – Selten c. gen., μέϑας σ., Antp. Sid. 89 (VII, 423), wie auch Plat. τὸ τῆς πάλαι ποτὲ φύσεως ξύντροφον, Polit. 273 b, vgl. 267 e Legg. XII, 949 c; active Bdtg, mit ernährend, scheint es ibd. VIII, 845 d zu haben, τοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων; vgl. Xen. Mem. 4, 3, 8, wo die Luft πρόμαχος καὶ σύντροφος ζωῆς heißt. – Pol. vrbdt auch τὴν μουσικὴν σύντροφον ποιεῖν τοῖς παισίν, 4, 20, 7, die Kinder mit der Musik aufwachsen lassen.
-
5 κολακία
κολακία, ἡ, = κολακεία, Luc. Dem. encom. 31 u. sonst, f. L.
-
6 ἀν-ελευθερία
ἀν-ελευθερία, ἡ, unfreies Wesen, Denk- und Handlungsweise, die eines freien Mannes unwürdig ist, mit κολακεία vrbdn, Plat. Rep. IX, 590 b Conv. 183 b; der ὑπερηφανία entgegengesetzt, knechtische Gesinnung, Critia 112 c. Bei Arist. Eth. Nic. 2, 7 u. a., der ἐλευϑεριότης entgegengesetzt, bedeutet es kleinliche Sparsamkeit, Filzigkeit, so auch Plut.
-
7 ἐμ-φῡσάω
-
8 ὑπο-δρομή
ὑπο-δρομή, ἡ, das Unter-, Hinab-, Hineinlaufen, Antiph. 3 β 5; καὶ κολακεία, Kriecherei, Ael. V. H. 14, 29. – Zufluchtsort, Zuflucht, Rettung, Ael. H. A. 14, 26.
-
9 ἡδονή
ἡδονή, ἡ (ἥδομαι, ἡδύς), Freude, Vergnügen, Luft, bes. sinnlich angenehme Empfindung; μηδ' αἶσχος ἡμῖν, ἡδονὴν δ' ἐχϑροῖς πράξωμεν Aesch. Suppl. 986; μὴ τὰς φρένας γ' ὑφ' ἡδονῆς γυναικὸς οὕνεκ' ἐκβάλῃς Soph. Ant. 649; ἡδοναῖς ἄμοχϑον ἐξαίρει βίον Tr. 146; φέρω γὰρ ' ἡδονάς, das, worüber du dich freuen kannst, El. 861; κἀμοὶ πρόςδοτέ τι τῆς ἡδονῆς Eur. Hel. 707; Ar. läßt Nubb. 1072 auf ἡδονῶν ϑ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσϑαι folgen παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, καχασμῶν; Her. ἡδονῇ ἰδέσϑαι οὐδὲν τούτου μᾶλλόν ἐστι ἀξιαπήγητον, 2, 137; ἀκοῆς ἡδ. Thue. 3, 38, wie ἡδ. λόγων 3, 40, von Schol. κολακεία erkl.; ὑφ' ἡδονῆς, vor Lust, ἐνϑουσιᾷ Plat. Phil. 15 e; Ggstz λύπη, Prot. 351 e ff. u. sonst; ἐπὶ τοῖς τῶν φίλων κακοῖς Phil. 50 a (vgl. ἡ ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδ. Dem. 18, 138); αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Rep. I, 328 d (wofür Arist. Eth. 7, 8 αἱ σωματικαὶ ἡδ. sagt, Xen. Hell. 6, 1, 4 αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδ.); ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδονή IX, 582 b; τῶν περὶ πότους καὶ ἀφροδίσια καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν III, 389 e; τὰς ἐν τῆ νεότητι ἡδονὰς ποϑοῦντες I, 329 a; – ἐν ἡδονῇ μοί ἐστι, es gereicht mir zum Vergnügen, ich habe es gern, Eur. I. T. 494; Her. 4, 139; εἴτε κόσμον εἴτε Ὄλυμπον ἐν ἡδονῇ τῳ λέγειν, mag es Einer nun so oder so nennen wollen, Plat. Epin. 977 b. Aehnlich ἐν ἡδονῇ ἔχειν u. ἡδονὴν ἔχειν ἔν τινι, Thuc. 4, 108. – Adverbial, καϑ' ἡδονήν, angenehm, οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καϑ' ἡδονήν, σοί τ' ἄλγος Aesch. Prom. 261; vgl. Soph. El. 1495 Tr. 196; καϑ' ἡδ. δρᾶν, nach Behagen, Thuc. 2, 37. 65; οὐκ ἐρῶ τὰ καϑ' ἡδ. ἐκείνοις, ἀλλ' ἃ νομίζω ξύμφορα σοὶ εἶναι Arr. An. 5, 27, 3; ᾡ μὴ καϑ' ἡδονήν ἐστι νικᾷν Πομπήϊον Plut. Pomp. 62, öfter. Eben so πρὸς ἡδονήν, χροιὰν τίνα ἔχοντ' ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονἠν Aesch. Prom. 492; πρὸς ἡδ. λέγω τάδε Soph. El. 909; πρὸς ἡδ. φίλοις σοί τ' ἂν γένοιτο τάδε, dir zur Freude, Eur. I. A. 1022; vgl. ἅπαντες πρὸς ἡδ. ζητοῠντες, tadelnd neben ἐῤῥᾳϑυμηκότες, nur so weit es Freude macht, Dem. 1, 15; πρὸς ἡδονήν τι λέγειν Thuc. 2, 65; πρὸς ἡδονὴν καὶ χάριν λεγόμενα Isocr. 15, 271, Einem nach dem Munde reden, wie er's gern hört; Her. 7, 101 κότερα ἀληϑηΐῃ χρήσομαι πρὸς σὲ ἢ ἡδονῇ; D. Hal. auch im plur., μὴ καϑ' ἡδονὰς τὰς ὑμετέρας λέγω 11, 9, vgl. 7, 24; – τοῖσι ἐςελϑεῖν ἡδονήν, εἰ, es kam sie die Lust an, Her. 1, 24. Vgl. ἦδος.
-
10 ὑποδρομή
ὑπο-δρομή, ἡ, das Unter-, Hinab-, Hineinlaufen; καὶ κολακεία, Kriecherei; Zufluchtsort, Zuflucht, Rettung
См. также в других словарях:
κολακεία — κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc/acc dual κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείᾳ — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολακείας — κολακείᾱς , κολακεία flattery fem acc pl κολακείᾱς , κολακεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαι — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαν — κολακείᾱν , κολακεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακειῶν — κολακεία flattery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακεῖαι — κολακεία flattery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακείην — κολακεία flattery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)