Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κολακεία

См. также в других словарях:

  • κολακεία — κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc/acc dual κολακείᾱ , κολακεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακείᾳ — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… …   Dictionary of Greek

  • κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολακείας — κολακείᾱς , κολακεία flattery fem acc pl κολακείᾱς , κολακεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακείαι — κολακείᾱͅ , κολακεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακείαν — κολακείᾱν , κολακεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακειῶν — κολακεία flattery fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακεῖαι — κολακεία flattery fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακείαις — κολακεία flattery fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολακείην — κολακεία flattery fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»