Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κολαβρίζω

См. также в других словарях:

  • κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος …   Dictionary of Greek

  • κολαβρισθείη — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance aor opt pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαβρισθείησαν — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance aor opt pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαβρίζειν — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαβρίζω — (Α) βλ. κολαβρίζω …   Dictionary of Greek

  • κολαβρεύομαι — (Α) [κόλαβρος] κολαβρίζω* …   Dictionary of Greek

  • κολαβρισμός — κολαβρισμός, ὁ (Α) [κολαβρίζω] είδος άγριου θρακικού χορού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»