-
1 κολαβρίζω
-
2 κολαβρίζω,
κολαβρίζω, u. κολαβρεύομαι, eine Art Waffentanz tanzen; verhöhnen, verspotten -
3 κολαβρεύομαι
κολαβρίζω, u. κολαβρεύομαι, eine Art Waffentanz tanzen; verhöhnen, verspotten -
4 κωλαβρίζω
-
5 καλαβρίζω
καλαβρίζω u. καλαβρισμός, f. κολαβρίζω.
-
6 κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρίζω, zum Weinen bringen; ἐπειδὰν τὰ παιδία κλαυϑμυρίσωσι Plut. ed. lib. 12; Liban.; vgl. κολαβρίζω; – häufiger im med., weinen, winseln, bes. von kleinen Kindern; Plat. Az. 358 d; D. Sic. 4, 20; Plut. sent. san. conv. 3; Luc. Tox. 61. Nach Phot. auch κλαυμυρίζομαι.
См. также в других словарях:
κολαβρίζω — (Α) [κόλαβρος] 1. χορεύω τον κολαβρισμό* 2. παθ. κολαβρίζομαι χλευάζομαι, σκώπτομαι, ατιμάζομαι, θεωρούμαι αναξιόλογος … Dictionary of Greek
κολαβρισθείη — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαβρισθείησαν — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαβρίζειν — κολαβρίζω dance a wild Thracian dance pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαβρίζω — (Α) βλ. κολαβρίζω … Dictionary of Greek
κολαβρεύομαι — (Α) [κόλαβρος] κολαβρίζω* … Dictionary of Greek
κολαβρισμός — κολαβρισμός, ὁ (Α) [κολαβρίζω] είδος άγριου θρακικού χορού … Dictionary of Greek