Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοκκ

См. также в других словарях:

  • μάνταλος — και μάνδαλος, ο (AM μάνδαλος, Μ και μάνταλος) σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με την οποία κλείνεται από μέσα η πόρτα ή το παράθυρο, η αμπάρα, ο σύρτης νεοελλ. στρατ. μηχανισμός τού κλείστρου τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ., που… …   Dictionary of Greek

  • πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ …   Dictionary of Greek

  • φύσαλος — ὁ, Α 1. είδος βατράχου, για τον οποίο λεγόταν ότι μπορεί να φουσκώσει ώσπου να σκάσει 2. τερατόμορφο ψάρι που μπορεί να φουσκώνει 3. είδος φάλαινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα αλος (πρβλ. κόκκ αλος, πάσσ αλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»