-
1 Κοίραν'
Κοίρανε, Κοίρανοςking: masc voc sg -
2 κοίραν'
κοίρανε, κοίρανοςking: masc voc sg -
3 κοιρανία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιρανία
-
4 κοιρανέω
κοιρᾰν-έω, poet. Verb,A to be lord or master, rule, command, in Hom., 1. of a military leader,ὣς ὅ γε κοιρανέων δίεπε στρατόν Il.2.207
, cf. 4.250;μάχην ἀνὰ κοιρανέοντα 5.824
; πόλεμον κάτα κοιρανέουσιν ib. 332.2 of a king in peace,Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν 12.318
; of the suitors (princes) in Ithaca, Od.1.247, al.II later c. gen., to be lord of, Hes.Th. 331, A.Pers. 214: c. dat.,θεοῖσι κ. Id.Pr.49
; [dialect] Ep.[tense] impf.κοιρανέεσκεν A.R.2.998
: abs.,τὸν νῦν κοιρανοῦντα A.Pr. 958
: c. acc., lead, arrange,χορούς Pi.O.14.9
:—[voice] Pass., Call. Del. 167.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιρανέω
-
5 κοιρανίδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιρανίδης
-
6 κοιρανικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιρανικός
-
7 κοίρανος
A king, AB1095), ruler, leader, commander,1 in war or peace,ἡγεμόνες Δαναῶν καὶ κ. Il. 2.487
;κοίρανε λαῶν 7.234
;οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη· εἷς κ. ἔστω, εἷς βασιλεύς 2.204
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοίρανος
-
8 κοιρανῇος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιρανῇος
-
9 κοίρανος
κοίρανος, ὁ (mit κάρα, κάρανος, wie mit κῠρος verwandt, vgl. auch τύραννος), der Herrscher, Gebieter, Befehlshaber im Kriege; Il. mehrmals κοίρανε λαῶν, z. B. 7, 234; καὶ ἡγεμών 2, 487; – im Frieden, der rechtmäßige Fürst, neben βασιλεύς Il. 2, 204; Gebieter, Herr, ξείνων κοίρανος εἶναι Od. 18, 106; Pind. N. 3, 59; Aesch. Ag. 535; ὁ τῆςδε τῆς γῆς κοίρανος Soph. O. C. 1289; ähnlich ἄναξ κοίραν' Ἀϑηνῶν 1756; öfter bei Eur. u. sp. D.; Orph. beim Schol. Ap. Rh. 3, 1 sagt auch von den Musen αἱ γὰρ ἔασι κοίρανοι, wie Luc. Tragodop. 174 τῆς κοιράνου. – S. auch nom. pr.
См. также в других словарях:
Κοίραν' — Κοίρανε , Κοίρανος king masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίραν' — κοίρανε , κοίρανος king masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίδης — κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα ιδ και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. ης (το ι τού ιδ προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε ι , ενώ το δ αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον ίδης… … Dictionary of Greek