-
1 социальный
κοινωνικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > социальный
-
2 toplumsal
κοινωνικος -
3 sociable
κοινωνικός -
4 social
κοινωνικός -
5 social
['səuʃəl] 1. adjective1) (concerning or belonging to the way of life and welfare of people in a community: social problems.) κοινωνικός2) (concerning the system by which such a community is organized: social class.) κοινωνικός3) (living in communities: Ants are social insects.) κοινωνικός4) (concerning the gathering together of people for the purposes of recreation or amusement: a social club; His reasons for calling were purely social.) κοινωνικός, για λόγους κοινωνικότητας•- socialist 2. adjective(of or concerning socialism: socialist policies/governments.) σοσιαλιστικός- socialise
- socially
- social work -
6 общйтельный
общйтельн||ыйприл κοινωνικός:\общйтельныйый характер ὁ κοινωνικός χαρακτήρας· \общйтельныйый человек ὁ κοινωνικός ἀνθρωπος. -
7 общественный
общественный κοινωνικός, δημόσιος* \общественныйое мнение η κοινή γνώμη* * *κοινωνικός, δημόσιοςобще́ственное мне́ние — η κοινή γνώμη
-
8 общительный
-
9 социальный
социальный κοινωνικός; \социальныйое обеспечение η κοινωνική πρόνοια* * *социа́льное обеспе́че́ние — η κοινωνική πρόνοια
-
10 общественный
общественн||ыйприл в разн. знач. κοινωνικός:\общественныйое развитие ἡ κοινωνική ἐξέλιξη· \общественный строй τό κοινωνικό καθεστώς, τό κοινωνικό σύστημα· \общественныйые отношения οἱ κοινωνικές σχέσεις· \общественныйое производство ἡ κοινωνική παραγωγή· \общественныйая жизнь ἡ κοινωνική ζωή, ὁ κοινωνικός βίος' \общественныйое мнение ἡ κοινή γνώμη· \общественныйые организации οἱ κοινωνικές ὁργανώσεις· \общественныйая работа ἡ κοινωνική ἐργασία· \общественныйая собственность ἡ κοινωνική ἰδιοκτησία· \общественныйое имущество ἡ δημόσια περιουσία· \общественныйые доходы οἱ δημόσιες πρόσοδοι· \общественныйая обработка земли́ ἡ κοινή καλλιέργεια τής γής, ἡ συλλογική καλλιέργεια τής γής· \общественныйое землепользование ἡ κοινωνική γαιοχτησία· \общественныйое животноводство ἡ συλλογική (или κολεχτιβι-στική) κτηνοτροφία· на \общественныйых началах στή βάση ἐθελοντικής προσφορδς· ◊ \общественныйое порицание ἡ δημοσία μομφή, ἡ δημοσία κατάκριση· \общественный обвинитель ὁ δημόσιος κατήγορος· \общественныйое питание ἡ δημοσία σίτισις, ἡ δημοσία διατροφή, ἡ σίτισις στά ἐστιατόρια· \общественныйое положение ἡ κοινωνική θέση [-ις]· \общественныйые науки οἱ κοινωνικές ἐπιστήμες. -
11 артельный
επ.1. συνεταιριστικός• - устав το καταστατικό του συνεταιρισμού. || γενικός, ομαδικός•-ая работа ομαδική εργασία.
2. κοινωνικός• - человек κοινωνικός άνθρωπος. -
12 общежительный
επ., βρ: -лен, -льна, -лью παλ. κοινωνικός•-ое существо κοινωνικό ον•
общежительный человек κοινωνικός άνθρωπος.
-
13 общественный
επ.1. κοινωνικός•закон -го развития νόμος της κοινωνικής εξέλιξης•
строй το κοινωνικό σύστημα•
-ая жизнь η κοινωνική ζωή•
-ые отношения οι κοινωνικές σχέσεις•
-ая собственность κοινωνική ιδιοκτησία•
-ое положение κοινωνική κατάσταση ή η κοινωνική θέση•
общественный долг το κοινωνικό χρέος•
-ые организации οι κοινωνικές οργανώσεις.
|| δημόσιος•-ые работы δημόσιες εργασίες•
-ое имущество δημόσια περιουσία•
-ое поричиние δημόσια επιτίμηση• ξεμπρόστιασμα.
|| κοινός, συλλογικός•-ая обработка земли κοινή καλλιέργεια της γης.
2. φίλος των συναναστροφών•общественный человек κοινωνικός άνθρωπος.
εκφρ.общественный обвинитель – ο δημόσιος κατήγορος. -
14 общительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно; κοινωνικός•общительный человек κοινωνικός άνθρωπος.
-
15 социальный
επ.κοινωνικός•социальный прогресс κοινωνική πρόοδος•
социальный состав населения κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού•
-ые противоречия κοινωνικές αντιθέσεις•
-ое положение η κοινωνική θέση•
-ые науки κοινωνικές επιστήμες.
εκφρ.социальный дарвинизм – κοινωνικός δαρβινισμός (αντιδραστικό κοινωνιολογικό ρεύμα)•социальный мир – κοινωνική ειρήνη (παραλλαγή της ειρήνης των τάξεων)•-ое обеспечение ή страхование – κοινωνική ασφάλιση. -
16 деятель
деятельм ὁ παράγοντας, ὁ παράγων, ἡ προσωπικότητα [-ης]:государственный \деятель ὁ κρατικός παράγων, ὁ πολιτικός ἀνήρ· политический \деятель ὁ πολιτικός παράγων, ὁ πολιτευόμενος, ὁ πολιτευτής· общественный \деятель ἡ προσωπικότητα [-ης], ὁ κοινωνικός παράγων заслуженный \деятель искусств ὁ διακεκριμμένος καλλιτέχνης. -
17 компанейский
компанейскийприл разг κοινωνικός, τής παρέας:\компанейский человек ὁ ἀνθρωπος τής παρέας. -
18 социальный
социальныйприл κοινωνικός:\социальныйое положение ἡ κοινωνική θέση· \социальныйое обеспеченяе ἡ κοινωνική πρόνοια. -
19 communicative
[-tiv]adjective ((negative uncommunicative) talkative; sociable: She's not very communicative this morning.) ομιλητικός, κοινωνικός -
20 companionable
adjective (pleasantly friendly.) κοινωνικός
См. также в других словарях:
κοινωνικός — held in common masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek
κοινωνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία: Έγραψε για την κοινωνική ζωή των Βυζαντινών. 2. αυτός που μεριμνά για την κοινωνία: Υπάρχει ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας. 3. κοσμικός: Είναι πολύ κοινωνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρόλος κοινωνικός — Στην κοινωνιολογία σημαίνει σύνολο ενεργειών που συνδέονται ενιαία με μια ειδική κοινωνική δραστηριότητα ή λειτουργία. Η ομοιογένεια στην οποία αυτό το σύνολο ενεργειών φτάνει στη σύγχρονη κοινωνία, επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας τυπολογίας των… … Dictionary of Greek
κοινωνικά — κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc pl κοινωνικά̱ , κοινωνικός held in common fem nom/voc/acc dual κοινωνικά̱ , κοινωνικός held in common fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικώτερον — κοινωνικός held in common adverbial comp κοινωνικός held in common masc acc comp sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικῶν — κοινωνικός held in common fem gen pl κοινωνικός held in common masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικόν — κοινωνικός held in common masc acc sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικώτατον — κοινωνικός held in common masc acc superl sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… … Dictionary of Greek