-
21 gregarious
[ɡri'ɡeəriəs]1) (liking the company of other people: a gregarious person.) κοινωνικός2) ((of animals, birds etc) living in groups: Geese are gregarious.) αγέλαιος -
22 sociable
['səuʃəbl]((negative unsociable) fond of the company of others; friendly: He's a cheerful, sociable man.) κοινωνικός- sociably -
23 social work
work which deals with the care of people in a community, especially of the poor, under-privileged etc (noun social worker) κοινωνικό έργο/κοινωνικός λειτουργός -
24 компанейский
[καμπανιέϊσκιϊ] εκ. κοινωνικός -
25 общественный
[απστσιέστβιννυϊ] εκ. κοινωνικός -
26 общительный
[απστσίτιλ'νυΐ] εχ. κοινωνικός -
27 компанейский
[καμπανιέϊσκιϊ] επ κοινωνικός -
28 общественный
[απστσιέστβιννυϊ] επ κοινωνικός -
29 общительный
[απστσίτιλ'νυϊ] εχ. κοινωνικός -
30 малообщительный
επ., βρ: лек, -льна-ολίγο κοινωνικός, σχεδόν ακοινώνητος. -
31 общественник
-а α., -ца, -ы θ.1. κοινωνικός άντρας, κοινωνική γυναίκα.2. μέλος κοινότητας. -
32 птица
-ы θ.1. πτηνό, πουλί•домашние -ы οικόσιτα πτηνά•
хишные -ы αρπαχτικά πτηνά•
морская птица θαλασσοπούλι.
2. ειρν. κοινωνικός παράγοντας.εκφρ.обстрелянная (стрелянная) птица – έμπειρος, πεπειραμένος, ψημένος• μπαρουτοκαπνισμένος•жить как небесная птица – ζω σαν το πουλί του ουρανού (αμέριμνα, όσα παν κι όσα έρθουν). -
33 пятидесятник
-а α.1. παλ. διοικητής στρατ. τμήματος πενήντα ανδρών.2. προοδευτικός κοινωνικός παράγοντας (1850 – 1860). -
34 реформатор
-а α.μεταρρυθμιστής (κοινωνικός, θρησκευτικός κλπ.). -
35 светский
επ.1. της ανώτερης κοινωνίας•-ое общество η ανώτερη κοινωνία.
2. κοσμικός, εγκόσμιος, κοινωνικός• λαϊκός•светский человек κοσμικός άνθρωπος•
-ая власть η πολιτική εξουσία (μη θρησκευτική)•
-ие песни κοσμικά τραγούδια•
-ая жизнь κοσμική ζωή (μη θρη-σκευτ ική).
-
36 сообщать
ρ.δ.βλ. сообщить.1. βλ. сообщиться.2. επικοινωνώ• συγκοινωνώ.3. συνδέομαι, σχετίζομαι, συναναστρέφομαι• είμαι κοινώνικός. -
37 участок
-тка α.1. γήπεδο• τμήμα γης•приусадебный участок αγρόκτημα,ο συνεχόμενος χώρος με την αγροικία•
строительный участок το οικόπεδο.
2. τμήμα, κομμάτι, μέρος•участок леса μέρος του δάσους•
участок стены μέρος του τοίχου.
3. τομέας, κλάδος, σφαίρα•общественный участок работы κοινωνικός τομέας εργασίας.
|| τμήμα• ενορία.4. παλ. τμήμα αστυνομικό. -
38 элемент
-а α.1. στοιχείο (στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία: φωτιά, νερό, αέρας κλπ.).2. -ы πλθ. στοιχεία, βάσεις, αρχές•-ы наук στοιχεία επιστημών.
3. χημικό στοιχείο.4. μέρος του όλου. || εξάρτημα μηχανισμού κλπ.5. το χαρακτηριστικό.6. εκπρόσωπος κοινωνικός•прогрессивные -ы общества προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας•
вредные -ы βλαβερά (επιβλαβή) στοιχεία•
чуждые -ы ξένα στοιχεία.
7. άνθρωπος, πρόσωπο, άτομο•подозрительный ύποπτο στοιχείο.
8. χημική συσκευή•гальванический элемент γαλβανική στήλη•
сухой элемент στεγνό στοιχείο.
εκφρ.женский элемент – το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες•мужской элемент – το ανδρικό φύλο, οι άντρες. -
39 dışadönük
εκδηλωτικός, κοινωνικός -
40 görgülü
ευγενικός, κοινωνικός
См. также в других словарях:
κοινωνικός — held in common masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek
κοινωνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία: Έγραψε για την κοινωνική ζωή των Βυζαντινών. 2. αυτός που μεριμνά για την κοινωνία: Υπάρχει ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας. 3. κοσμικός: Είναι πολύ κοινωνικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρόλος κοινωνικός — Στην κοινωνιολογία σημαίνει σύνολο ενεργειών που συνδέονται ενιαία με μια ειδική κοινωνική δραστηριότητα ή λειτουργία. Η ομοιογένεια στην οποία αυτό το σύνολο ενεργειών φτάνει στη σύγχρονη κοινωνία, επιτρέπει τη διαμόρφωση μιας τυπολογίας των… … Dictionary of Greek
κοινωνικά — κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc pl κοινωνικά̱ , κοινωνικός held in common fem nom/voc/acc dual κοινωνικά̱ , κοινωνικός held in common fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικώτερον — κοινωνικός held in common adverbial comp κοινωνικός held in common masc acc comp sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικῶν — κοινωνικός held in common fem gen pl κοινωνικός held in common masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικόν — κοινωνικός held in common masc acc sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωνικώτατον — κοινωνικός held in common masc acc superl sg κοινωνικός held in common neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικογένεια — Κοινωνικός θεσμός εξαιρετικής σημασίας, που αναπτύχθηκε ιστορικά σε όλο σχεδόν τον κόσμο ως μονογαμικός δεσμός του άντρα και της γυναίκας για την ικανοποίηση φυσικών αναγκών, την απόκτηση τέκνων και τη θεμελίωση μιας οικιακής κοινότητας.… … Dictionary of Greek
κοινωνική ασφάλιση — Κοινωνικός θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των εργαζομένων από διάφορους κινδύνους, ατυχήματα κ.ά. και περιλαμβάνει παροχές που αφορούν ασθένεια, αναπηρία, γηρατειά, ανεργία, μητρότητα κλπ. Η έννοια της κ.α. πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία επί… … Dictionary of Greek