-
41 μέρος
τό1) часть (целого);μέγα μέρος — большая часть;
τό μεγαλύτερο (μικρότερο) μέρος — большая (меньшая) часть;
συστατικό μέρος — составная часть;
τό μέρος τού κτιρίου — часть здания;
τα μέρη τού σώματος (της μηχανής) — части тела (машины);
τα μέρη της μουσικής συμφωνίας — чисти симфонии;
ένα μέρος τού κοινού — часть публики;
του χάρισα ένα μέρος από τα χρέη του — я ему простил часть долгов;
σε τρία μέρη — а) в трёх частях; — б) на три части;
παίρνω ( — или λαμβάνω) μέρος σε ( — или είς) κάτι — принимать участие в чём-л., участвовать в чём-л.;
2) сторона (в разн. знач);στο αριστερό μέρος — налево, слева, на левой стороне;
στο απέναντι μέρος τού πόταμου — на противоположной стороне реки;
από το ένα (άλλο) μέρος — с одной (с другой) стороны;
παίρνω το μέρ κάποιου — становиться на чью-л. сторону;
είμαι με το μέρος σου — я на твоей стороне;
3) край, местность; сторона (разг);[είμαστε από το ίδιο μέρος — мы из одной местности;
στο μέρος μας έχουμε πυρετούς — в наших краях имеется малярия;
σ' εκείνα τα μέρη δεν χιονίζει ποτέ — в тех краях никогда не бывает снега;
ωραίο μέρος γιά να χτίσει κανείς — чудесное место для постройки;
4) отхожее место, уборная;5) театр, роль; партия (в опере);αυτό το μέρος είναι πολύ δύσκολο — эта роль, партия очень трудна;
6):τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
§ τα (Υψηλά) Συμβαλλόμενα Μέρη (Высокие) договаривающиеся стороны;τί μέρος τού λόγου είναι; — что за человек, что он из себя представляет?;
εν μέρει — отчасти, частично;
κατά μέρος ( — оставить) в стороне;
(отбросить) в сторону;τ' αστεία κατά μέρ! — шутки в сторону;
άφησε τούς δισταγμούς κατά μέρος — перестань стесняться, брось стесняться;
αφήνω κατά μέρος — забросить, оставить;
! βάζω κατά μέρος — откладывать, приберегать (деньги);
τον πήρα κατά μέρος — я его отвёл в сторону;
εκ ( — или από) μέρους μου (του, σου κ.λ.π.) — а) от меня (тебя, него и т. д.); — от моего (твоего, его) имени;
έχετε χαιρετισμούς εκ μέρους της — вам привет от неё;
προσωπικά από ( — или εκ) μέρους μου — от меня (лично); — б) с моей (с твоей, с его) стороны;
είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σου — это очень мило с твоей стороны;
επί μέρους — частично;
οι (αί, τα) επί μέρους... — частные, особые, отдельные (вопросы, элементы и т. д.)
-
42 ποινικός
η, ό[ν] уголовный;ποινικός κώδικας ( — или κώδιξ) — или ποινικ νόμος — уголовный кодекс;
ποινικό δίκαιο — уголовное право;
ποινική δικονομία — уголовное процессуальное право;
ποινικός κατάδικος — или κατάδικος τού κοινού ποινικού δικαίου — уголовник, уголовный преступник;
ποινική δίωξη — привлечение к уголовной ответственности;
§ ποινική ρήτρα — клаузула (договора)
-
43 in common
((of interests, attitudes, characteristics etc) shared or alike: They have nothing in common - I don't know why they're getting married.) κοινός, από κοινού -
44 in concert
(together: to act in concert.) από κοινού -
45 joint
[‹oint] 1. noun1) (the place where two or more things join: The plumber tightened up all the joints in the pipes.) αρμός, ένωση2) (a part of the body where two bones meet but are able to move in the manner of eg a hinge: The shoulders, elbows, wrists, hips, knees and ankles are joints.) άρθρωση3) (a piece of meat for cooking containing a bone: A leg of mutton is a fairly large joint.) κομμάτι κρέας2. adjective1) (united; done together: the joint efforts of the whole team.) συλλογικός, από κοινού2) (shared by, or belonging to, two or more: She and her husband have a joint bank account.) κοινός3. verb(to divide (an animal etc for cooking) at the, or into, joints: Joint the chicken before cooking it.) κομματιάζω- jointed- jointly
- out of joint See also:- join -
46 jointly
adverb (together: They worked jointly on this book.) από κοινού -
47 ἄγω
ᾰγω (ἄγεις, -ει, -οντι; -οις, -οι; -ων, -οντ(α), -οντες; -ειν. aor. ἄγᾰγε(ν), γᾰγον; ᾰγᾰγών, -όντα; ᾰγᾰγέν (v. l. ἀγαγεῖν). impf. ᾰγεν, ἆγε(ν), ἆγον. fut. ἄξοισι; ἄξοντ(α): med. ἀγέσθω.)1a bring (persons, things) οὐδὲ ματρὶ φῶτες γαγον (sc. σέ.) O. 1.46μιν ἔλαφον θήλειαν ἄξονθ O. 3.29
ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
ξανθὰν ἀγαγὼν νεφέλαν πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.49
δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29
“ τὸν μὲν ἀμνάσει νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν (v. 1. ἀγαγεῖν.) P. 4.56 “ δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.161τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
οὐ τὰν Ἐπιμαθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27
ἄνδρες τοὺς Ἀριστοτέλης ᾰγαγε ναυσὶ θοαῖς P. 5.87
νιν εὔφρων δέξεται καλλιγύναικι πάτρᾳ δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν ἱππευτᾶν Νομάδων δἰ ὅμιλον P. 9.123
Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων P. 12.12
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν, κτέατ' ἄγων Τροίαθεν ἀκροθινίων N. 7.41
καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ᾰγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν (sc. Ἡρακλέης.) I. 6.28 Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4.ὧραί τε Θεμίγονοι ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Ἀπόλλωνι δαῖτα φιλησιστέφανον ἄγοντες Pae. 1.8
ἦλθον ἄγγελοι ὀπίσω Σκυρόθεν Νεοπτόλεμον εὐρυβίαν ἄγοντες Pae. 6.103
ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.3
( Φοῖνιξ)· ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον σφενδονᾶσαι fr. 183.b drive τὸν ( θησαυρὸν ὕμνων)οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.13
ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν (sc. Κάρρωτος.) P. 5.36c bestowαἰὼν δ' μόρσιμος, πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
ἐς ἀδελφεὸν Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων γαγον O. 2.51
ἀλλ' ἀπήμαντον ἄγων βίοτον αὐτούς τἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.87
κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν P. 3.73
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.66
Ἀλεύα τε παῖδες, Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
met., τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς (sc. ταῖς Συμπληγάσι)ἡμιθέων πλόος γαγεν P. 4.211
d med. take away “ ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.2302a guide, be one's guide ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ( ποίνιμος coni. Spiegel.)ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
οὐ θεῶν ἄτερ ἀλλὰ Μοῖρά τις ἄγεν P. 5.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι P. 7.13
Θώρακος ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον, φιλέων φιλέοντ ἄγων ἄγοντα προφρόνως P. 10.66
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει Μοῖρα N. 11.42
Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί ( πάντας sc.: Boeckh, Wil. preferred to understand τὸ βιαιότατον as ἀπὸ κοινοῦ with ἄγει and δικαιῶν.) fr. 169. 3.b guide in various senses, (α) c. pred. adj. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν. i. e. uphold P. 6.20 (β) employνόῳ δὲ πλοῦτον ἄγει P. 6.47
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς. (v. αἰσχίων.) I. 7.22 (γ) wage, carry on “ οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ.” P. 9.31c in tmesisἐπάγω O. 2.37
ἀνάγω I. 6.62
d frag. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. -
48 διακρίνω
a decide, judge ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶδυσπαλές (v. l. διακρῖναι) O. 8.24σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων P. 9.115
“ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (Bergk: ἰδόντα διακρ. codd.) fr. 168. 6.b appoint, ordain Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (“locus obscurus: ambigunt utrum τοιαύταν αἶσαν (Hermann) an ἔτυμον λόγον (Boeckh) verbi διακρίνειν subiectum esse dicant: neutrum recte: accipias — verbum ad duos illos accusativos ἀπὸ κοινοῦ positum.” Schroeder) P. 1.68c divide up, and so mark off Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε (sc. Ἡρακλέης) O. 10.46 -
49 διαστείχω
1 go through met. make use of c. gen. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (Hermann: διέστιχον codd.: “malim intellegere οὐ φείσαντο τοῦ πλούτου. de gen. cll. διέπρησσον formula epica, ut ἀπὸ κοινοῦ et ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat” Schroeder. πλοῦτον ἐκτῶντο Σ.) I. 3.17 -
50 ἕ
1 ἕ; acc. pers. pron.: him, her, itκλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος· αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις λέλογχεν O. 9.14
τυφλὸν δ ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος. εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν codd.: ἐὰν Σγρ: “on peut garder l' ἑὰν des manuscrits,” Des Places, 25) N. 7.252 οἱ (οἷ cod. unus, Boeckh, οἱ cett. N. 1.61: οἷ coni. Boeckh, οἱ codd. P. 9.84: οἷ coni. Kayser, θεῷ codd. N. 10.31: οἱ ( ϝοι) always follows a vowel, long or short, save in two dubious examples, following a relative conjunction, O. 1.57, fr. 169, 51: οἱ is correptedοἱ οὐδὲ N. 3.39
,οἱ ἀντάυσε P. 4.197
: the reference of οἱ must always be deduced from sense alone, but cf. iii: οἱ does not follow prepositions.)a = αὐτῷ, αὐτᾷ. — [( ἄταν), ἅν οἱ πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (Hermann, v. d. Mühll, M. H., 1954, 52: τάν οἱ codd. contra metr.: ἅν τοι Fennel) O. 1.57] τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι λτ;οἱγτ; πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος (Tricl.: οἱ προῆκαν codd.: to Tantalos) O. 1.65 τοῦτό γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (for Hagesias) O. 6.20 ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας (to lamos) O. 6.65 ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα. δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (to Diagoras) O. 7.89 ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι (to Opous. “datif d'intérêt” Des Pl.) O. 9.67 δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν (from Xenophon) O. 13.29κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.71
ἄνευ οἱ Χαρίτων τέκεν γόνον (to Ixion: “datif d'intérêt.” Des Pl.) P. 2.42 “ ἐπί οἱ Κρονίων ἔκλαγξε βροντάν” (in answer for Euphamos) P. 4.23, cf. P. 4.197 ἦλθε δέ οἱ μάντευμα (to Pelias) P. 4.73 καί ῥά οἱ Μόψος ἄμβασε στρατὸν (at Jason's bidding) P. 4.189 ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάυσε (in answer to Jason's prayer) P. 4.197 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. καιρὸν Δαμόφιλος) θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (“οἱ se rapporte à καιρός — plutôt qu'à Damophile” Des Pl.) P. 4.287 ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν; (upon Cyrene) P. 9.36 “ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” (to Cyrene) P. 9.56 τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα (with Amphitryon: οἷ Boeckh, “sans doute parce que le pronom dépend ἀπὸ κοινοῦ de τέκε et surtout de μιγεῖσα” Des Pl.) P. 9.84 κατένευσέν τέ οἱ χαίταις (to Persephone) N. 1.14 ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον (to Sicily) N. 1.16 παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν” (for Amphitryon: “éthique” Des Pl.) N. 1.58ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39
φύτευέ οἱ θάνατον (for Peleus) N. 4.59 κατένευσέν τέ οἱ (to Peleus) N. 5.34, cf. N. 1.14 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ (to Polydeukes) N. 10.79 τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς (Morel: οἱ τέκε codd.: to Herakles) I. 4.64, cf. P. 2.42 λάμβανέ οἱ στέφανον (for Pytheas: “datif d'intérêt” Des Pl.) I. 5.62 εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ( σύν adverbially) I. 6.12, cf. N. 4.59ταῦτ' ἄρα οἱ φαμένῳ πέμψεν θεὸς αἰετόν I. 6.49
ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8
Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν[ (for Perseus) Δ. 4. 37.b where οἱ has to some extent possessive significance.λάμπει δέ οἱ κλέος O. 1.23
Ἐρινὺς ἔπεφνέ οἱ σὺν ἀλλαλοφονίᾳ γένος ἀρήιον (the family of Oidipous) O. 2.42σάφα δαεὶς ἅ τέ οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15
μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (Boeckh: τοι codd.) O. 10.87μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.37
διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ O. 13.91
κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας (join ἐπὶ with κρατί) P. 1.7οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63
“ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4. 37. “ αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.48αἰσχύνοι δέ οἱ θαητὸν εἶδος P. 4.264
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν P. 5.117
πατροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο P. 9.82
χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.109
εἶπε δ' ἐν μέσσοις (sc. Ἀνταῖος) ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις ( ἀμφί adverbially) P. 9.120 γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν (“éthique-possessif” Des Pl.) N. 3.57 cf. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 1.ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (where οἱ may refer to Homer or Odysseus) N. 7.22ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.40
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενὶ σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57
c where οἱ in a subordinate clause refersa to the subject of the principal verb.ἔπαθεν, πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.65
δεῖξεν ὥς τ' ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιτάξατο, ὥς τέ οἱ αὐτὰ ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν O. 13.76
ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ (sc. τὸν Ἰάσονα) κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (sc. Αἰήτας. but v. πράσσω) P. 4.243II to some other person. πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ, υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε χαίταν (“οἱ intellege πατρί,” Schroeder) O. 14.22 cf. P. 9.120d fragg. ]το οἱ ἔτει θανατο[ Pae. 22.10
]άδις, οὕς οἱ[ (Π: οὔ σ' οἱ vix hic aptum, nott. Snell) fr. 169. 51.e dub. [ τί οἱ codd.: τῷ Mingarelli N. 10.15]3 ἱν (= ϝιν, on analogy of τίν, cf. Hes., fr. 245 M-W.) “ οὐδ' ἀπίθησέ ἱν” (coni. Hermann: νιν codd., Σ: “parmi les solutions —, il en est une —: c'est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d'un datif” Des Pl.) P. 4.36 [ἱν coni. Hermann: νιν codd. N. 1.66] [ εἰ γάρ σύ ἱν (coni. Maas: cf. Schadewaldt, 322̆{1}: σφιν codd.: σφισιν Tricl.) N. 7.98] -
51 θεραπεύω
1 heed, devote oneself to c. acc.τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω κατ ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (i. e. favoured, sc. in the contest between Aias and Odysseus over the arms of Achilles) N. 8.26 ἢ γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων (sc. ὁδὸν, ἀπὸ κοινοῦ; others supp. γυναῖκας in their devotion to) fr. 123. 9.μήτε κάδεα θεράπευε I. 8.7
-
52 καιρός
καιρός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 fitting, right time (“u. a. der Sinn für das jeweils den Umständen Angemessene, Geschmack, Takt,” Fränkel, D & P, 509̆{14}: v. Bundy, 1. 18̆{44}; Barrett on Eur., Hipp., 386.)a νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος i. e. the fitting time is the best (time) to observe O. 13.48ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
τὺ γὰρ τὸ μαλθακὸν ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς ἐπίστασαι καιρῷ σὺν ἀτρεκεῖ i. e. at exactly the right time P. 8.7ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.78
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
καιρὸν[ fr. 51f. b. μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων (“mit richtiger Wahl eingreifend,” Fränkel) Pae. 2.34 c. gen., opportunity, due season, chance for,ὁ μὰν πλοῦτος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.54
ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών ( καιρόν to be understood ἀπὸ κοινοῦ, v. Radt, Mnem., 1966, 152̆{5}) N. 1.18Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58
in phrases, κατὰ καιρόν, ἐν καιρῷ, opportunely, ( Χεῖρα)τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις I. 2.22
χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 2. κατ]ὰ καιρὸν[ ?fr. 346a. 3. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. also παρὰ καιρόν, inopportunely, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ μὴ παρὰ καιρὸν δυσπαλές (“Richtmaß,” Fränkel) O. 8.24τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38
τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4b = τὰ καίρια, things timelyκαιρὸν εἰ φθέγξαιο P. 1.81
c frag. ἐν και]ρῷ P. Oxy. 2622. fr. 1. 1 ad ?fr. 346. -
53 μέγας
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)a great in size.I of people, animals.τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
II of things,μέγαν ὄλβον O. 1.56
θό-ρυβον μέγαν O. 10.73
μεγάλας δρυός P. 4.264
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.bI of people, mighty, sovereign † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι ( ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) O. 1.113 πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) O. 2.76 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.II of things, greatμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις O. 6.20
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
μεγάλαν ἀρετὰν O. 8.5
μέγα τοι κλέος αἰεὶ O. 8.10
μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty P. 1.87ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ μεγαλᾶν πολίων” P. 4.19, P. 5.16 “ μεγάλας Λακεδαίμονος” P. 4.48 “ μεγάλαν προγόνων τιμὰν” P. 4.148 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) P. 5.98Διός τοι νόος μέγας P. 5.122
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) P. 8.89 “ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. N. 1.6μεγάλων δ' ἀέθλων N. 1.11
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις N. 2.8
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν N. 5.14
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim N. 6.27ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
καὶ μέγα ἔργονἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
μεγάλαι δ' ἀρεταὶ I. 3.4
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1.. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205.ὁ μέγας κίνδυνος O. 1.81
ἔπαθον μεγάλα O. 2.23
ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
πεδὰ μέγαν κάματον P. 5.47
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Pae. 6.90
τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
IV frag. ] ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greaterκτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) O. 7.53ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
] κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus O. 10.45, cf. O. 9.61 Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos N. 9.17 σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.b of things, preeminent, foremostἑορταῖς θεῶν μεγίσταις O. 5.5
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. I. 7.29 ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) O. 9.61c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ] μεγιστων[ fr. 215c. 2. -
54 σύννομος
1 sharing ground with, related to c. dat. καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (contra Schr., “ πλούτου — ut ἀπὸ κοινοῦ ut ad σύννομοι et ad διέστειχον referre liceat”) I. 3.17 -
55 joint prediction intervals
French\ \ intervalles de prédiction conjointsGerman\ \ mehrdimensionale Vorhersageintervalle; gemeinsame VorhersageintervalleDutch\ \ gemeenschappelijke voorspellingsintervallenItalian\ \ intervalli di previsione congiuntaSpanish\ \ intervalos de predicción conjuntaCatalan\ \ intervals de predicció conjuntaPortuguese\ \ intervalos de predição conjuntaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ simultana prediktionsintervallGreek\ \ από κοινού διαστήματα πρόβλεψηςFinnish\ \ yhteisennusteväliHungarian\ \ együttes elõrejelzési tartományokTurkish\ \ bileşik kestirim aralıklarıEstonian\ \ ühised prognoosiintervallidLithuanian\ \ vienalaikiai prognozės intervalaiSlovenian\ \ -Polish\ \ łączne przedziałny predykcjiRussian\ \ совокупный интервал предсказанияUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ sameiginlega millibili spáEuskara\ \ baterako iragarpena tarteakFarsi\ \ faselehaye pishgoo-eeye to mPersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ فترات تنبؤ مشتركةAfrikaans\ \ gesamentlike voorspellingsintervalleChinese\ \ 联 合 预 测 区 间Korean\ \ 결합 예측 구간 -
56 joint regression
French\ \ régression à plusieurs variables; régression dépendant de plusieurs variablesGerman\ \ mehrdimensionale RegressionDutch\ \ multipele regressie met kruistermenItalian\ \ regressione combinataSpanish\ \ regresión combinada; regresión conjuntaCatalan\ \ regressió conjuntaPortuguese\ \ regressão conjuntaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ από κοινού παλινδρόμησηFinnish\ \ 1. yhteisregressio; 2. yhdysvaikutukset sisältävä regressiomalliHungarian\ \ együttes regresszióTurkish\ \ bileşik regresyon (bağlanım)Estonian\ \ ühisregressioonLithuanian\ \ bendroji regresija; vienalaikė regresijaSlovenian\ \ -Polish\ \ regresja łącznaRussian\ \ совместная регрессияUkrainian\ \ -Serbian\ \ заједничка регресијаIcelandic\ \ sameiginlega afturförEuskara\ \ baterako erregresioFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ الانحدار المشتركAfrikaans\ \ gesamentlike regressieChinese\ \ 联 合 回 归Korean\ \ 결합회귀 -
57 joint sufficiency
French\ \ exhaustivité simultanée dans l'estimation de plusiers paramètresGerman\ \ mehrdimensionale Suffizienz; gemeinsame SuffizienzDutch\ \ gemeenschappelijke toereikendheidItalian\ \ sufficienza combinataSpanish\ \ eficacia combinada; suficiencia conjuntaCatalan\ \ suficiència conjuntaPortuguese\ \ suficiência conjuntaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ simultan tillräcklighetGreek\ \ από κοινού επάρκειαFinnish\ \ yhteistyhjentävyysHungarian\ \ együttes elégségességTurkish\ \ bileşik yeterlilikEstonian\ \ ühispiisavusLithuanian\ \ bendrasis pakankamumas; vienalaikis pakankamumasSlovenian\ \ -Polish\ \ dostateczność łącznaRussian\ \ совместная достаточностьUkrainian\ \ спільна регресіяSerbian\ \ -Icelandic\ \ sameiginlega nægilegtEuskara\ \ baterako nahikotasunFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ كفاية مشتركةAfrikaans\ \ gesamentlike voldoendheidChinese\ \ 联 合 充 分 条 件Korean\ \ 결합충분성 -
58 multivariate distribution
= joint distributionFrench\ \ distribution à plusieurs variables; distribution multivariée; distribution multidimensionnelle; distribution conjointeGerman\ \ mehrdimensionale Verteilung; multivariate Verteilung; gemeinsame VerteilungDutch\ \ multivariate verdeling; gemeenschappelijke verdelingItalian\ \ distribuzione multivariata; distribuzione di piú variabiliSpanish\ \ distribución multivariante; distribución de múltiples variables; distribución conjuntaCatalan\ \ distribució de diverses variables; distribució multivariable; distribució conjunta; distribució multivariantPortuguese\ \ distribuição multivariada; distribuição conjuntaRomanian\ \ -Danish\ \ flerdimensional fordeling; simultan fordelingNorwegian\ \ flerdimensjonal fordeling; simultan fordelingSwedish\ \ flerdimensionell fördelning; multivariat fördelningGreek\ \ πολυμεταβλητή κατανομή; από κοινού κατανομήFinnish\ \ moniulotteinen jakauma; yhteisjakaumaHungarian\ \ többváltozós eloszlás; együttes eloszlásTurkish\ \ çok-değişkenli dağılım; bileşik dağılımEstonian\ \ mitmemõõtmeline jaotus; ühisjaotusLithuanian\ \ daugiamatis skirstinys; jungtinis skirstinysSlovenian\ \ multivariatna porazdelitevPolish\ \ rozkład wielowymiarowy; rozkład łącznyRussian\ \ многомерное распределение; совместное распределениеUkrainian\ \ багатовимірний розподілSerbian\ \ -Icelandic\ \ margvið dreifing; fjölbreytudreifing; samdreififall; sameiginlegt dreififallEuskara\ \ baterako banaketaFarsi\ \ tozi-e ch ndmot gh yerePersian-Farsi\ \ توزيع چندمتغيّره; توزيع توامArabic\ \ التوزيع المتعدد المتغيرات؛ التوزيع المشتركAfrikaans\ \ meerveranderlike verdeling; gesamentlike verdelingChinese\ \ 多 元 分 布Korean\ \ 다변량분포; 결합분포 -
59 product moment
= joint moment; multivariate momentFrench\ \ moment mixte; moment-produit; moment à plusieurs variablesGerman\ \ Produktmoment; Simultanmoment; multivariates MomentDutch\ \ productmomentItalian\ \ prodotto di momenti; momento combinato; momento multivariatoSpanish\ \ momento-producto; momento combinado; momento conjunto; momento multivariante; momento de múltiples variablesCatalan\ \ moment-producte; moment conjunt; moment multivariantPortuguese\ \ momento conjunto; momento multivariadoRomanian\ \ -Danish\ \ produktmomentNorwegian\ \ produktmomentSwedish\ \ produktmomentGreek\ \ γινόμενο ροπών; από κοινού ροπή; πολυμεταβλητή ροπήFinnish\ \ tulomomentti; yhteismomentti; moniulotteinen momenttiHungarian\ \ szorzat momentum; együttes momentum; többváltozós momentumTurkish\ \ çarpım momenti; bileşik moment; çok-değişkenli momentEstonian\ \ segamoment; ühismoment; mitmemõõtmeline momentLithuanian\ \ mišrusis momentasSlovenian\ \ -Polish\ \ moment mieszany; moment łączny; moment wielowymiarowyRussian\ \ смешанный момент; смешанный момент; момент смешанныйUkrainian\ \ змішаний моментSerbian\ \ -Icelandic\ \ vöru augnablik; sameiginlega stund; fjölbreytugreining stundEuskara\ \ produktu une; une baterako; multivariantes uneFarsi\ \ g shtav re haselez rbi; g shtav re ch ndmot gh yerePersian-Farsi\ \ گشتاور حاصلضربيArabic\ \ عزم حاصل ضرب ؛ عزم مشترك ؛ عزم متعدد المتغيراتAfrikaans\ \ meerveranderlike moment; gesamentlike moment; produkmoment (uitbreiding van begrip na meerveranderlike situasie)Chinese\ \ 积 矩; 多 元 矩Korean\ \ 곱적률 -
60 вразброд
επίρ.άτακτα, σκόρπια, -πιστά, ανάκατα, ανακατωμένα. || χώρια, χωριστά, όχι από κοινού•союзники действовали вразброд οι σύμμαχοι δρούσαν ο καθένας χωριστά.
См. также в других словарях:
κοινοῦ — κοινός common masc/neut gen sg κοινός common masc/fem/neut gen sg κοινόω communicate pres imperat mp 2nd sg κοινόω communicate imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κοίνου — Κοῖνος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίνου — κοινόω communicate pres imperat act 2nd sg κοινόω communicate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδελφοί του Κοινού Βίου — Θρησκευτικές κοινότητες που άκμασαν στην κεντρική και βόρεια Γερμανία και στις Κάτω Χώρες στον 15o αι. και διατηρήθηκαν έως τον 17o. Η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε από τον Γκέραρντ Γκροστ στην πόλη Δέβεντερ της επισκοπής της Ουτρέχτης γύρω στο 1380.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
ξυνός — ξυνός, ή, όν (Α) (επικ. και ιων. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῑα δ ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν … Dictionary of Greek
θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
κοινοπολιτεία — (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της… … Dictionary of Greek