-
1 Κοίλ'
-
2 Κοῖλ'
-
3 κοίλ'
κοῖλα, κόιλοςhollow: neut nom /voc /acc plκοῖλε, κόιλοςhollow: masc voc sgκοῖλαι, κόιλοςhollow: fem nom /voc plκοῖλα, κοῖλοςhollow: neut nom /voc /acc plκοῖλε, κοῖλοςhollow: masc voc sgκοῖλαι, κοῖλοςhollow: fem nom /voc pl -
4 κοῖλ'
κοῖλα, κόιλοςhollow: neut nom /voc /acc plκοῖλε, κόιλοςhollow: masc voc sgκοῖλαι, κόιλοςhollow: fem nom /voc plκοῖλα, κοῖλοςhollow: neut nom /voc /acc plκοῖλε, κοῖλοςhollow: masc voc sgκοῖλαι, κοῖλοςhollow: fem nom /voc pl -
5 κοιλ-ωπός
-
6 κοιλ-ωπής
-
7 κοιλ-όφθαλμος
κοιλ-όφθαλμος, hohläugig, mit tiefliegenden Augen, Ggstz ἐξόφϑαλμος, Xen. de re equ. 1, 8; Arist. physiogn. 6 u. Sp.
-
8 κοιλ-αγγίτας
κοιλ-αγγίτας, ὁ, der Thalschlund, in einer arkadischen Inschrift, Inscr. 1534.
-
9 κοιλ-οφθαλμιάω
κοιλ-οφθαλμιάω, hohle, tiefliegende Augen haben; Cratin. bei Poll. 4, 184; Medic.
-
10 κοιλ-οφθαλμία
κοιλ-οφθαλμία, ἡ, das Hohläugigsein; Poll. 4, 185; Medic.
-
11 κοιλ-έμ-βολον
κοιλ-έμ-βολον, τό, der Hohlkeil, eine Schlachtordnung, Suid.
-
12 κοιλ-ώδης
-
13 κοιλ-ῶπις
-
14 κοιλ-ῶνυξ
-
15 κοιλέμβολον
κοιλ-έμβολον, τό,A hollow wedge, as an order of battle, Ael.Tact.37.7, Arr.Tact.29.6:—Adj. [suff] κοιλ-έμβολος, ον, Ascl.Tact.11.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλέμβολον
-
16 κοιλώπης
κοιλ-ώπης, ες,A holloweyed, κοιλώπεες αὐγαί hollow eyes, Nic.Al. 442:—fem. [suff] κοιλ-ῶπις, ιδος, in general sense, = sq.,πέτρα AP6.219.5
(Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλώπης
-
17 κοιλαγγίτας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλαγγίτας
-
18 κοιλαίνω
Aἐκοίληνα Hdt.2.73
; [dialect] Att.ἐκοίλᾱνα Th.4.100
:—[voice] Med., [dialect] Ep. [tense] aor.κοιλήνατο Nonn.D.12.332
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐκοιλάνθην Hp.Epid.7.52
: [tense] pf.κεκοίλασμαι Id.Medic.11
; - αμμαι EM233.51: ([etym.] κοῖλος):—hollow, scoop out,τὸ ᾠόν Hdt.
l.c.;πέτρην κοιλαίνει ῥανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ Choeril.10
; κ. δένδρα, of the woodpecker, Arist.HA 614b14; κ. χῶμα, i.e. dig a grave, Theoc.23.43;κ. τὰς χεῖρας Ath.11.479a
;κ. ὄμματα APl.4.142
, cf. Opp.H.4.19:—[voice] Pass., to be or become hollow, ἔντοσθε, of ulcers, Hp.Medic.l.c.;ὀφθαλμοὶ κ. Id.Acut.30
;κ. κατὰ τὸν κενεῶνα καὶ κατὰ τὰ ἄρθρα Id.Art.52
; of poor timber, go into holes, Thphr.HP3.12.1.II make empty, make poor, Lyc.772.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλαίνω
-
19 κοίλανσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοίλανσις
-
20 κοιλασία
κοιλ-ᾰσία, ἡ, in pl.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοιλασία
См. также в других словарях:
Κοῖλ' — Κοῖλαι , Κοίλη giblets of poultry fem nom/voc pl Κοῖλα , Κοῖλα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῖλ' — κοῖλα , κόιλος hollow neut nom/voc/acc pl κοῖλε , κόιλος hollow masc voc sg κοῖλαι , κόιλος hollow fem nom/voc pl κοῖλα , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc pl κοῖλε , κοῖλος hollow masc voc sg κοῖλαι , κοῖλος hollow fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Coelacanth — Temporal range: Devonian–Recent … Wikipedia
Quastenflosser — Komoren Quastenflosser (Latimeria chalumnae) Zeitraum Devon bis heute 409 bis 0 Mio. Jahre Systematik … Deutsch Wikipedia
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ευθυώνυξ — εὐθυῶνυξ, ὁ, ἡ και εὐθυώνυχος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει ίσια νύχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + όνυξ. Το ω λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. ακρ ώνυξ, γαμψ ώνυξ, κοιλ ώνυξ)] … Dictionary of Greek
θαμπάδα — η 1. έλλειψη στιλπνότητας, θάμπωμα 2. το αμυδρό φως τής αυγής ή τού δειλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + κατάλ. άδα* (πρβλ. ασπρ άδα, ζαλ άδα, κοιλ άδα)] … Dictionary of Greek
θυρεοκοιλίτης — θυρεοκοιλίτης, ὁ (Α) επιγρ. στρατιώτης οπλισμένος με κοίλο θυρεό*, με επιμήκη θυρεοειδή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός «ασπίδα» + κοιλ ίτης (< κοίλος), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. ουσ.] … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κλεφταράς — ο, θηλ. κλεφταρού κλέφταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. κοιλ αράς, μυτ αράς)] … Dictionary of Greek
κοιλάτος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά 2. ευτραφής, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ ιά + κατάλ. άτος, (αντί *κοιλιάτος)] … Dictionary of Greek