Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κοιλογάστορες

См. также в других словарях:

  • κοιλογάστορες — κοιλογάστωρ hollow bellied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλογάστωρ — κοιλογάστωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει κοίλη τη γαστέρα, δηλ. αυτός που πεινά συνεχώς, αδηφάγος, πειναλέος («οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται», Αισχύλ.) 2. φρ. μτφ. «κοιλογάστωρ κύκλος» κοίλη ασπίδα (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»