Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κνημ-ός

См. также в других словарях:

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • κυαθιαίος — κυαθιαῑος, αία, ον (AM) αυτός που περιέχεται σε έναν κύαθο, σε ένα ποτήρι («κυαθιαῑον ὕδωρ», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + κατάλ. ιαιος (πρβλ. κνημ ιαίος, μετωπ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • λέπαργος — λέπαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.) 2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ αργος, πύγ αργος)] …   Dictionary of Greek

  • πόδαργος — (podargus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ποδαργιδών. Πρόκειται για μεγαλόσωμα πουλιά με σχετικά μεγάλο κεφάλι, δυνατό γαμψό ράμφος και άνοιγμα στόματος που φτάνει μέχρι κάτω και πίσω από τα μάτια. Ζουν στα δάση και κατασκευάζουν τις φωλιές… …   Dictionary of Greek

  • σαρκίδιο — το / σαρκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας νεοελλ. 1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση 2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών αρχ. 1. η κλειτορίδα 2. η οπή τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ …   Dictionary of Greek

  • σαρκίς — ίδος, ἡ, Α σάρκα, κρέας ή, κατ άλλους, φαγητό με κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κνημ ίς, φυλακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • υποπτερνίδα — η / ὑποπτερνίς, ίδος, ΝΑ τεμάχιο ξύλου, σκαμμένο ως θήκη, στο οποίο εμβάλλεται η πτέρνα τού ιστού, κν. σκάτσα τού καταρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτέρνα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. περι κνημ ίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»