-
1 κνημ-ώδης
κνημ-ώδης, ες, mit starken Waden, Erkl. von κνή-μαργος, Hesych.
-
2 κνήμ-αργος
κνήμ-αργος, heißt bei Theocr. 25, 127 wahrscheinlich »weißfüßig«; Hesych. erkl. παχύκνημος.
-
3 κνημ(ι)αίος
αία, ο[ν] анат. берцовый -
4 κνημ(ι)αίος
αία, ο[ν] анат. берцовый -
5 κνημιδοφόρος
κνημ-ῑδοφόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνημιδοφόρος
-
6 κνήμαργος
κνήμ-αργος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνήμαργος
-
7 κνημαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνημαῖος
-
8 κνήμη
A part between knee and ankle, leg, shank, Il.4.147, Od.8.135, Hdt.6.75, 125, 7.75, E.Ph. 1394, etc.; of a horse, X.Eq.1.5, 12.10: prov., ἀπωτέρω ἢ γόνυ κνάμα 'blood is thicker than water', Theoc.16.18.3 in plants, stem between two joints, Thphr.HP9.13.5; κνήμη (v.l. μνήμου) μελίνης dub. sens. in S.Fr. 608. -
9 κνημία
κνημ-ία, ἡ,A = ἀντικνήμιον, Hsch.2 leg of a chair, Id., Phot.II in pl., = τὰ τῆς ἁμάξης περιθέματα, Hsch.2 = φθοραί, Id.; cf. κνημόω. -
10 κνημιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνημιαῖος
-
11 κνημίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνημίδιον
-
12 κνημίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνημίον
-
13 κνημός
κνημ-ός, ὁ,A projecting limb, shoulder of a mountain (above the foot, Eust.1498.42), Hom. (always in pl.),Ἴδης κνημοί Il.2.821
, al., cf. Od.4.337: sg., h.Ap. 283, Orph.A. 465.II Arg., = ὀρίγανος, Eust. 265.40. -
14 κνημόω
-
15 κνημώδης
κνημ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνημώδης
-
16 κνημώδης
κνημ-ώδης, ες, mit starken Waden -
17 κνημαργος
-
18 κνήμη
Grammatical information: f.Meaning: `part between knee and ankle, leg, shank' (Il.), `tibia' (Gal., Ruf.), metaph. `stem between two joints' (Thphr.; Strömberg Theophrastea 48), `spoke of a wheel' (Hom. etc. in compp., Poll., Eust.).Other forms: Dor. κνά̄μᾱCompounds: As 2. member e. g. in ὀκτά-κνημος `with eight spokes' (Il.), παχύ-κνημος `with thick shanks' (Ar.). Substantivized hypostasis: ἀντικνήμ-ιον n. `what is over against the shank', i. e. `tibia' (IA.).Derivatives: κνημίς, - ῖδος f. (Il.), Aeol. κνᾶμις, pl. κνάμῐδες (Alc.), `greave' (Trümpy Fachausdrücke 19f.) with κνημίδια pl. (Att. inscr.; meaning uncertain); κνημία f. `spoke' (Lys.), pl. `τὰ τῆς ἁμάξης περιθέματα' (H.) etc. (s. Scheller Oxytonierung 53f.); κνημ-(ι)αῖος `belonging to the shank' (Hp., Gal.; on the formation Chantraine Formation 49).Origin: IE [Indo-European] [613] *k(o)nh₂m-ā `bone, tibia, shank'Etymology: On κνημός s. v. With κνά̄μᾱ agrees except for the stem OIr. cnāim `leg, bone' (i-st.); both can go back on IE. * knām-. Close is a Germ. word for `(back-)thigh-bone, back of the knee', OHG hamma, OE hamm, OWNo. hǫm. As - mm- can be assimilated from - nm-, for hamma an IE. basis * konǝm-ā is possible, which differs from κνάμα, cnāim only in ablaut; s. Schwyzer 361, Pok. 613f.Page in Frisk: 1,883Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κνήμη
См. также в других словарях:
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
κυαθιαίος — κυαθιαῑος, αία, ον (AM) αυτός που περιέχεται σε έναν κύαθο, σε ένα ποτήρι («κυαθιαῑον ὕδωρ», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + κατάλ. ιαιος (πρβλ. κνημ ιαίος, μετωπ ιαίος)] … Dictionary of Greek
λέπαργος — λέπαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.) 2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ αργος, πύγ αργος)] … Dictionary of Greek
πόδαργος — (podargus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ποδαργιδών. Πρόκειται για μεγαλόσωμα πουλιά με σχετικά μεγάλο κεφάλι, δυνατό γαμψό ράμφος και άνοιγμα στόματος που φτάνει μέχρι κάτω και πίσω από τα μάτια. Ζουν στα δάση και κατασκευάζουν τις φωλιές… … Dictionary of Greek
σαρκίδιο — το / σαρκίδιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) μικρό τεμάχιο σάρκας νεοελλ. 1. ανατ. οποιαδήποτε μικρή σαρκώδης έκφυση 2. βοτ. σαρκώδης έκφυση στο σπέρμα ορισμένων φυτών αρχ. 1. η κλειτορίδα 2. η οπή τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + υποκορ. κατάλ … Dictionary of Greek
σαρκίς — ίδος, ἡ, Α σάρκα, κρέας ή, κατ άλλους, φαγητό με κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κνημ ίς, φυλακ ίς)] … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
υποπτερνίδα — η / ὑποπτερνίς, ίδος, ΝΑ τεμάχιο ξύλου, σκαμμένο ως θήκη, στο οποίο εμβάλλεται η πτέρνα τού ιστού, κν. σκάτσα τού καταρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτέρνα + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. περι κνημ ίς)] … Dictionary of Greek