-
1 κλιμακωτος
-
2 κλῑμακωτός
κλῑμακωτός (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; πρόςβασις Pol. 5, 59, 9; Sp.
-
3 κλῑμακωτός
-
4 κλιμακωτός
-
5 κλιμακωτός
II κ. σχῆμα, = κλῖμαξ IV, Hermog.Id.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιμακωτός
-
6 κλιμακωτόν
κλιμακωτόςmade like a ladder: masc acc sgκλιμακωτόςmade like a ladder: neut nom /voc /acc sg -
7 κλιμακωτήν
κλιμακωτόςmade like a ladder: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 выключатель
эл. о διακόπτηςвзрывозащищенный - προστατευμένος από έκρηξη/φλόγαмасляный - λαδιού, ο ελαιοδιακό-πτηςмногопозиционный - πολλών θέσεων, ρυθμιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выключатель
-
9 ионизация
ο ιονισμόςвызванная гамма-излучением -, προκληθείς από ακτινοβολία γ(γάμμα)ступенчатая - βαθμιαίος, κλιμακωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ионизация
-
10 линза
ο φακόςменисковая - μηνισκοειδής -, συγκεντρωτικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линза
-
11 ступенчато
κλιμακωτά-ость η κλιμάκωση, η βαθμιδότηση-ый κλιμακωτός, βαθμιδωτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ступенчато
-
12 ступенчатый
ступенчатыйприл κλιμακωτός, μέ σκαλοπάτια. -
13 κλιμακωτού
-
14 κλιμακωτοῦ
-
15 κλιμακωτώς
-
16 κλιμακωτῶς
-
17 κλιμακωτάς
κλιμακωτά̱ς, κλιμακωτόςmade like a ladder: fem acc pl -
18 ступенчатый
[στουπιέντσατυϊ] εκ. κλιμακωτός -
19 ступенчатый
[στουπιέντσατυϊ] επ κλιμακωτός -
20 ступенчатый
επ., βρ: -чат, -а, -оκλιμακωτός, βαθμιδωτός• σκαλωτός• κλιμακοειδής.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… … Dictionary of Greek
κλιμακωτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι σχηματισμένος σε μορφή κλίμακας, αυτός που αποτελείται από τμήματα που έχουν διαταχθεί σε μορφή κλίμακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλιμακωτόν — κλιμακωτός made like a ladder masc acc sg κλιμακωτός made like a ladder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακωτοῦ — κλιμακωτός made like a ladder masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακωτήν — κλιμακωτός made like a ladder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακωτῶς — κλιμακωτός made like a ladder adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιθεατρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το αμφιθέατρο 2. αυτός που έχει σχήμα αμφιθεάτρου, ημικυκλικός και κλιμακωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιθέατρο. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο λεξικό Σχινά και Λεβαδέως (1861)] … Dictionary of Greek
βαθμιδωτός — ή, ό [βαθμίδα] αυτός που έχει βαθμίδες, ο κλιμακωτός … Dictionary of Greek
κλιμακοειδής — ές (AM κλιμακοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κλίμακα κατά το σχήμα ή κατά τη διάταξη, κλιμακωτός. επίρρ... κλιμακοειδώς με κλιμακοειδή τρόπο, κλιμακωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + ειδής*] … Dictionary of Greek
κλιμακόεις — κλιμακόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια, ο κατασκευασμένος κατά βαθμίδες, κλιμακωτός («Ἰθώμην κλιμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επίθημα όεις (πρβλ. δροσ όεις, μηχαν όεις)] … Dictionary of Greek
σκαλωτός — ή, ό, Ν αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek