Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλῑμᾰκωτός

См. также в других словарях:

  • κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακωτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι σχηματισμένος σε μορφή κλίμακας, αυτός που αποτελείται από τμήματα που έχουν διαταχθεί σε μορφή κλίμακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλιμακωτόν — κλιμακωτός made like a ladder masc acc sg κλιμακωτός made like a ladder neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακωτοῦ — κλιμακωτός made like a ladder masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακωτήν — κλιμακωτός made like a ladder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακωτῶς — κλιμακωτός made like a ladder adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθεατρικός — ή, ό 1. ο σχετικός με το αμφιθέατρο 2. αυτός που έχει σχήμα αμφιθεάτρου, ημικυκλικός και κλιμακωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιθέατρο. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στο λεξικό Σχινά και Λεβαδέως (1861)] …   Dictionary of Greek

  • βαθμιδωτός — ή, ό [βαθμίδα] αυτός που έχει βαθμίδες, ο κλιμακωτός …   Dictionary of Greek

  • κλιμακοειδής — ές (AM κλιμακοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κλίμακα κατά το σχήμα ή κατά τη διάταξη, κλιμακωτός. επίρρ... κλιμακοειδώς με κλιμακοειδή τρόπο, κλιμακωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • κλιμακόεις — κλιμακόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια, ο κατασκευασμένος κατά βαθμίδες, κλιμακωτός («Ἰθώμην κλιμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επίθημα όεις (πρβλ. δροσ όεις, μηχαν όεις)] …   Dictionary of Greek

  • σκαλωτός — ή, ό, Ν αυτός που έχει σκαλοπάτια, κλιμακωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλα + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»