-
1 κλάσμα
κλάσμαfragment: neut nom /voc /acc sg -
2 κλάσμα
κλάσμα, ατος, τό (s. κλάω; Ps.-X., Cyn. 10, 5; Diod S 17, 13, 4; Plut., Tib. Gr. 19, 1; Vett. Val. 110, 31; 34; SIG2 588, 192; 196; Michel 833; PLond IV, 1431, 26; 36; 1435, 158; LXX; TestSol 5:13; ApcrEzk [Epiph 70, 8]; Jos., Ant. 10, 244) fragment, piece, crumb (cp. Artem. 4, 33 p. 224, 7 and Ezk 13:19 v.l. κλάσματα ἄρτων) of surplus pieces of bread Mt 14:20; 15:37; Mk 6:43; 8:8, 19f; Lk 9:17; J 6:12f. Of the pieces of bread at the Lord’s Supper D 9:3f (CMoule, JTS 6, ’55, 240–43).—DELG s.v. κλάω 1. M-M. TW. -
3 κλάσμα
-ατος +τό N 3 2-6-1-0-0=9 Lv 2,6; 6,14; Jgs 9,53; JgsA 19,5fragment, morsel, piece -
4 κλάσμα
A fragment, morsel, IG22.1425.347,368, LXX 1 Ki.30.12, D.S.17.13, Ev.Marc.6.43, Plu.TG19, AP6.304 (Phan.), 11.153 (Lucill.);μελάθρων κλάσματα Inscr.Délos400.44
(ii B.C.).II lesion, rupture, Vett.Val.110.31. -
5 κλάσμα
fractionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κλάσμα
-
6 κλασμάτων
κλάσμαfragment: neut gen pl -
7 κλάσμασι
κλάσμαfragment: neut dat pl -
8 κλάσμασιν
κλάσμαfragment: neut dat pl -
9 κλάσματα
κλάσμαfragment: neut nom /voc /acc pl -
10 κλάσματι
κλάσμαfragment: neut dat sg -
11 κλάσματος
κλάσμαfragment: neut gen sg -
12 κλάσματ'
κλάσματα, κλάσμαfragment: neut nom /voc /acc plκλάσματι, κλάσμαfragment: neut dat sgκλάσματε, κλάσμαfragment: neut nom /voc /acc dual -
13 κλῆμα
Grammatical information: n.Meaning: `twig (of the vine), sprout, tendril (of the vine)' (IA.); also plant-name, `Polygonum aviculare' (Dsc.; Strömberg Theophrastea 184); κλαμα n. (rather κλᾶμα than κλάμα) `fragment, κλάσμα' (Aigina Va).Other forms: Aeol. κλᾶμμα (Alc.; wit double μ, s. Hamm Gramm. zu Sappho und Alkaios par. 73c)Derivatives: κληματίς, - ίδος f. `twig of the vine, faggot' (IA.), also name of several plants like Clematis vitalba (Dsc.); κληματῖτις f. plant-name (Dsc.; Redard Les noms grecs en - της 73); κλημάτινος `consisting of (vine-)twigs' (Thgn.), κληματόεις `id.' (Nic.), κληματώδης `full of twigs, like vine-branches' (Dsc., Gal.), κληματικός `belonging to a vine-branch' (Gloss.). Denomin. verbs: κληματόομαι `sprouting' (S., Thphr.), κληματίζω `clip vines' (LXX).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Connected with κλάω (s. v.?), but with diff. ablaut and agreeing with Lat. clā-d-ēs `damage', but this meaning does not fit a `sprout'. For κλάω we did not find evidence for a long α. I concluded that the verb is rather of Pre-Greek origin.The form κλάσμα may rather belong to κλάω. Cf. on κλῆρος. Wrong Prellwitz KZ 47, 302.Page in Frisk: 1,872Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλῆμα
-
14 βάγος
βάγος· κλάσμα ἄρτου, Hsch. -
15 βανθῶσαι
βανθῶσαι· σκοτοδινιᾶσαι, Hsch. [full] βάνισος· εἶδος θυμιάματος, Id. [full] βανκόν· μωρόν, Id. [full] βάννας· βασιλεύς (Ital.), Id. [full] βαννάται· αἱ λοξοὶ ὁδοί ([dialect] Tarent.); also [full] βάννατροι, Id. [full] βάννεια and [full] βάννιμα, τά,A = ἄρνεια, Id. [full] βανοί· τέχναι, Id. [full] βανόν· λεπτόν, Id. [full] βάνος· κλάσμα, μωρός, καὶ τυφλός, Id. [full] βανούς· ὄρη στρογγύλα, Id. [full] βανύσει· μωραίνει, ἐπιμαίνεται, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βανθῶσαι
-
16 γάκα
-
17 δρέμμα
-
18 θρύπτακον
θρύπτακον· κλάσμα ἄρτου (Cret.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρύπτακον
-
19 κλᾶμα
-
20 μύλος
A = μύλη, mill, LXXEx.11.5, Plu.2.549d, 830d; μ. καβαλλαρικὸς ἐν λίθοις, μ. ὀνικός, μ. ὑδραλετικός, Edict.Diocl.15.52,53, 54.2 millstone, PCair. Zen.355.84 (dub., iii B. C.), AP11.253 (Lucill.);γυνὴ ἔρριψε κλάσμα μύλου LXX 2 Ki.11.21
;μ. ὀνικός En. Matt.18.6
, Ev.Marc.9.42;μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Str.4.1.13
: metaph.,ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά App.Prov.4.48
: generally, stone, Hp.Steril.241.3 grinder, molar, Artem.1.31.II poet. for μύλλος (q.v.), Opp.H.1.130.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλάσμα — fragment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
κλάσμα — το, ατος ποσότητα που παρασταίνεται με δύο αριθμούς που γράφονται ο ένας κάτω από τον άλλο και χωρίζονται με μια οριζόντια γραμμή, από τους οποίους ο κάτω αριθμός δηλώνει σε πόσα ίσα μέρη διαιρέθηκε η ακέραιη μονάδα, ενώ ο πάνω δηλώνει πόσα από… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυαδικό κλάσμα — Κάθε ρητός αριθμός Χ που παριστάνεται με: όπου v ακέραιος ≥ 0 και m περιττός ακέραιος αριθμός. Το δ.κ. ονομάζεται και δυαδικός ρητός αριθμός … Dictionary of Greek
γαζόλιο — Κλάσμα που λαμβάνεται από την απόσταξη των ακατέργαστων ορυκτελαίων ή από τα έλαια των εγκαταστάσεων της πυρόλυσης, που κυμαίνεται μεταξύ των οριακών θερμοτήτων απόσταξης του πετρελαίου και λιπαντικών ελαίων. Η περιοχή αυτή των θερμοκρασιών… … Dictionary of Greek
κλασμάτων — κλάσμα fragment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσμασι — κλάσμα fragment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσμασιν — κλάσμα fragment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσματα — κλάσμα fragment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσματι — κλάσμα fragment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάσματος — κλάσμα fragment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)