-
1 κλωποπατωρ
-
2 κλωποπάτωρ
κλωποπάτωρson of a thief: masc nom sg -
3 κλωποπάτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλωποπάτωρ
-
4 κλωποπάτωρ
κλωπο-πάτωρ, ορος, ὁ, von unbekanntem Vater -
5 κλοπο-πάτωρ
κλοπο-πάτωρ, ὁ, Theocr. Syrinx (XV, 21). S. κλωποπάτωρ.
См. также в других словарях:
κλωποπάτωρ — κλωποπάτωρ, ορός ὁ (Α) παιδί τού οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + πός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνο πάτωρ, χρυσο πάτωρ] … Dictionary of Greek
κλωποπάτωρ — son of a thief masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… … Dictionary of Greek