-
1 κλωπο-πάτωρ
κλωπο-πάτωρ, ορος, ὁ, Theocr. syrinx (XV, 21), durch κλεπ τοτόκος erkl., neben ἀπάτωρ, von unbekanntem Vater.
-
2 κλωποπάτωρ
κλωπο-πάτωρ, ορος, ὁ, von unbekanntem Vater -
3 κλωποπατωρ
1 κλωπο-πάτωρ
κλωπο-πάτωρ, ορος, ὁ, Theocr. syrinx (XV, 21), durch κλεπ τοτόκος erkl., neben ἀπάτωρ, von unbekanntem Vater.
2 κλωποπάτωρ
3 κλωποπατωρ