Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κλωπικός

См. также в других словарях:

  • κλωπικός — κλωπικός, ή, όν (Α) [κλωψ] 1. ο επιρρεπής στην κλοπή 2. κρυφός, λαθραίος. επίρρ... κλωπικῶς (Μ) με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα …   Dictionary of Greek

  • κλωπικός — thievish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωπικοῖς — κλωπικός thievish masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωπικάς — κλωπικά̱ς , κλωπικός thievish fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»