Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλυσμός

См. также в других словарях:

  • κλυσμός — κλυσμός, ὁ (AM) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της …   Dictionary of Greek

  • κλυσμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμοῖς — κλυσμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμοῖσι — κλυσμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμοῖσιν — κλυσμός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμοί — κλυσμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμοῦ — κλυσμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμούς — κλυσμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμῶν — κλυσμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμῷ — κλυσμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλυσμόν — κλυσμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»