-
1 κλυσμός
κλυσμόςmasc nom sg -
2 κλυσμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλυσμός
-
3 κλυσμοί
κλυσμόςmasc nom /voc pl -
4 κλυσμούς
κλυσμόςmasc acc pl -
5 κλυσμόν
κλυσμόςmasc acc sg -
6 κλυσμοίς
-
7 κλυσμοῖς
-
8 κλυσμοίσι
-
9 κλυσμοῖσι
-
10 κλυσμοίσιν
-
11 κλυσμοῖσιν
-
12 κλυσμού
-
13 κλυσμοῦ
-
14 κλυσμώ
-
15 κλυσμῷ
-
16 κλυσμών
-
17 κλυσμῶν
-
18 διακλυσμός
δια-κλυσμός, ὁ,A clyster, Dsc.2.156.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακλυσμός
-
19 κατακλυσμός
κατα-κλυσμός, ὁ,A flood, Pl.Lg. 679d, Arist. Ph. 222a23, Stoic. 2.337, Marm.Par.6, etc.; inundation, PMagd.28v. 4 (iii B. C.): pl., Pl.Ti. 25c, Lg. 677a.II Medic.. affusion, douche, Cael. Aur.TP4.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλυσμός
-
20 περικλυσμός
περι-κλυσμός, ὁ,A ablution, Gloss. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλυσμός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κλυσμός — κλυσμός, ὁ (AM) [κλύζω] το υγρό που εισάγεται με κλυστήρα σε σωματική κοιλότητα για καθαρισμό της … Dictionary of Greek
κλυσμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖς — κλυσμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖσι — κλυσμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῖσιν — κλυσμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοί — κλυσμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμοῦ — κλυσμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμούς — κλυσμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμῶν — κλυσμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμῷ — κλυσμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλυσμόν — κλυσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)