Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κλισίηνδε

См. также в других словарях:

  • κλισίηνδε — (Α) επίρρ. στην καλύβα ή προς αυτήν («ἕπεο, κλισίην δ ἴομεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. κλισίην + επιρρμ. κατάλ. δε, δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως] …   Dictionary of Greek

  • κλισίηνδε — into indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλισίηνδ' — κλισίηνδε , κλισίηνδε into indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»