-
1 κλιμακοφορος
-
2 κλιμακοφόρος
κλιμακοφόροςbearing a ladder: masc /fem nom sg -
3 κλιμακοφόρος
κλῑμᾰκο-φόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιμακοφόρος
-
4 κλῑμακοφόρος
-
5 κλιμακοφόροι
κλιμακοφόροςbearing a ladder: masc /fem nom /voc pl -
6 κλιμακοφόροις
κλιμακοφόροςbearing a ladder: masc /fem /neut dat pl -
7 κλιμακοφόρων
κλιμακοφόροςbearing a ladder: masc /fem /neut gen pl -
8 κλῑμακη-φόρος
κλῑμακη-φόρος, = κλιμακοφόρος, nach Hesych. = auf der Bahre hinaustragend, den Leichnam.
См. также в других словарях:
κλιμακοφόρος — bearing a ladder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… … Dictionary of Greek
κλιμακοφόροι — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακοφόροις — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακοφόρων — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακηφόρος — κλιμακηφόρος, ον (Α) βλ. κλιμακοφόρος … Dictionary of Greek