Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κλιμακοφόρος

См. также в других словарях:

  • κλιμακοφόρος — bearing a ladder masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακοφόροι — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακοφόροις — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακοφόρων — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακηφόρος — κλιμακηφόρος, ον (Α) βλ. κλιμακοφόρος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»