Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κλητήρ

См. также в других словарях:

  • κλητήρ — κλητήρ, ῆρος, ὁ (AM) βλ. κλητήρας …   Dictionary of Greek

  • κλητήρ — summoner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητῆρ' — κλητῆρα , κλητήρ summoner masc acc sg κλητῆρι , κλητήρ summoner masc dat sg κλητῆρε , κλητήρ summoner masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητῆρα — κλητήρ summoner masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητῆρας — κλητήρ summoner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητῆρες — κλητήρ summoner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητῆρι — κλητήρ summoner masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητῆρος — κλητήρ summoner masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλητήρων — κλητήρ summoner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήτωρ — κλήτωρ, ορος, ὁ (Α) 1. κλητήρ* 2. αυτός που παρέχει δείπνο, εστιάτορας 3. αυτός που επικαλείται τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κλητήρ*, εμφανίζει επίθημα τωρ (πρβλ. φρά τωρ / φρα τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»