-
1 κλεψίνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεψίνοος
-
2 κλεψινόοις
κλεψίνοοςbeguiling the mind: masc /fem /neut dat pl -
3 κλεψινόοισι
κλεψίνοοςbeguiling the mind: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
4 κλεψινόου
κλεψίνοοςbeguiling the mind: masc /fem /neut gen sg -
5 κλεψινόων
κλεψίνοοςbeguiling the mind: masc /fem /neut gen pl -
6 κλεψινόω
-
7 κλεψινόῳ
-
8 κλεψίφρων
II = κλεψίνοος, Man.1.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεψίφρων
См. также в других словарях:
κλεψίνοος — κλεψίνοος, οον (Α) βλ. κλεψίνους … Dictionary of Greek
κλεψινόοις — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψινόοισι — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψινόου — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψινόων — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψινόῳ — κλεψίνοος beguiling the mind masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek