-
1 κλαυθμός
κλαυθμός, ὁ, das Weinen, Wehklagen; Il. 24, 717; Od. öfters; παύεσϑον κλαυϑμοῖο γόοιό τε Od. 21, 228; καὶ στοναχή Od. 22, 501; καταϑάψωμεν οὐχ ὑπὸ κλαυϑμῶν Aesch. Ag. 1533; auch in Prosa, παίδων Arist. polit. 7, 17; Plut. Pericl. 36.
-
2 κλαυθμός
κλαυθμός, ὁ, das Weinen, Wehklagen -
3 παρα-κλαυθμός
παρα-κλαυθμός, ὁ, das Weinen oder Wehklagen über Etwas (?).
-
4 στυγερός
στυγερός, verhaßt, abscheulich, entsetzlich, übh. fürchterlich, sowohl von Personen als von Sachen, die das Gefühl des Hasses od. Abscheus erregen, von denen man sich mit Entsetzen abwendet, wie Ἅιδης, Il. 8, 368, στ υγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, Od. 5, 396, πόλεμος, Il. 4, 240, γάμος, Od. 18. 272 u. öfter. γῆρας, Il. 19, 836; πένϑος, 22. 483. κλαυϑμός, Od. 17, 8; πάντες μὲν στυγεροὶ ϑάνατοι δειλοῖσι βροτοῖσιν, 12, 341, alle Todesarten sind ihnen schrecklich; στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο ϑυμῷ, Il. 14, 158, er wurde ihr verhaßt, er war ihr Feind in der Seele; adv., τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσϑαι, Od. 23, 23, u. öfter; πλοῠτος στυγερώτατος ϑνάσκοντι, Pind. Ol. 11, 90; μοῖρα, Aesch. Pers. 873; στυγερῷ ϑανάτῳ διεπράχϑης, Ch. 1002, u. öfter; τὰν ἐμοὶ στυ-γερὰν Τρῳάδα γαῖαν, Soph. Phil. 1159; ὅπλα, Ai. 1173; unglücklich, Phil. 166; δουλοσύναν στυ-γεράν, Eur. Andr. 110; νόσοι, Phipp. 177, u. öfter; πάϑος, Ar. Ach. 1154. 1168; sp. D. : ὀδύνα, Mel. 6 (XII, 49); φροντίς, πένϑος, Ep. ad. 116 b 656 (VI, 48. VII, 328), u. sonst in der Anth.
-
5 παρακλαυθμός
παρα-κλαυθμός, ὁ, das Weinen oder Wehklagen über etwas
См. также в других словарях:
κλαυθμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμός — ο (AM κλαυθμός, Μ και κλαθμός, κλαυμός, κλαημός, κλιαμός) κλάμα, κλάψιμο, θρήνος («κλαυθμὸς ἅμα διὰ πάντων ἐχώρει καὶ πολὺς οἶκτος ἦν», Πλούτ.) νεοελλ. (συν. στη φρ.) «κλαυθμός και οδυρμός» γοερός θρήνος για μεγάλη συμφορά νεοελλ. μσν. έντονο… … Dictionary of Greek
κλαυθμοῖο — κλαυθμός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμοῖς — κλαυθμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμοῖσι — κλαυθμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμοί — κλαυθμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμοῦ — κλαυθμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμούς — κλαυθμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμῶν — κλαυθμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμῷ — κλαυθμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυθμόν — κλαυθμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)