-
1 προς-κλινής
προς-κλινής, ές, angelehnt, Geopon.
-
2 περι-κλινής
περι-κλινής, ές, sich ringsum neigend; Plut. Pericl. 13 sagt vom Odeum in Athen τῇ ἐρέψει περικλινὲς καὶ κάταντες ἐκ μιᾶς κορυφῆς, mit einem herumgebogenen und von der Spitze rings sich neigenden Dache.
-
3 πολυ-κλινής
πολυ-κλινής, ές, mit Vielen zusammenliegend, Maneth. 3, 332.
-
4 συγ-κλινής
συγ-κλινής, ές, mit -od. zusammenliegend, Bettgenosse, Gatte, sich zusammenneigend, abhängig von inander, Ar. Ran. 1290.
-
5 ταὐτο-κλινής
ταὐτο-κλινής, ές, von demselben Klima, Strab. XVII.
-
6 χαμαι-κλινής
χαμαι-κλινής, ές, auf der Erde liegend, niedrig, Strab. XV.
-
7 κατα-κλινής
κατα-κλινής, ές, hingestreckt liegend, auf dem Bette, von Kranken, Pol. 31, 21, 7; – abschüssig, ἀταρπός Leon. Tar. 68 ( App. 48); ἐπὶ γεωλόφου τινὸς ἠρέμα κατακλινοῠς D. Hal. 5, 38.
-
8 γονυ-κλινής
γονυ-κλινής, ές, kniebeugend, Schol. Il. 9, 502; K. S.
-
9 ἀ-προς-κλινής
ἀ-προς-κλινής, ές, sich nicht hinneigend, Sp.
-
10 ἀπο-κλινής
ἀπο-κλινής, ές, abschüssig, Man. 6, 62.
-
11 ἀ-κλινής
-
12 ἀ-μετα-κλινής
ἀ-μετα-κλινής, ές, unbiegsam, Sp.
-
13 ὁμο-κλινής
ὁμο-κλινής, ές, = Folgdm, Nonn.
-
14 ἐπι-κλινής
ἐπι-κλινής, ές, sich wohin neigend, abschüssig; ἐξήρτηται τὸ χωρίον καὶ ἐπικλινές ἐστι Thuc. 6, 96; im Ggstz von ὀρϑός, Theophr.; λόφοι Plut. Anton. 45; – ἐπικλινεῖς ἐκραβδίζειν τοὺς πονηροὺς ἐκ τῆς πόλεως, köpflings aus der Stadt peitschen, Ar. Lys. 575. – Uebertr., ἐπικλινῶς ἔχειν πρός τι, geneigt sein zu Etwas, Philo.
-
15 ἐκ-κλινής
ἐκ-κλινής, ές, auswärts geneigt, gekrümmt, Arist. physiogn. 15, 8.
-
16 ὑπο-κλινής
ὑπο-κλινής, ές, darunter gebeugt, unterwürfig, Schol. Aesch. Pers. 21.
-
17 ἑτερο-κλινής
ἑτερο-κλινής, ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; χωρίον Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρϑώϑη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρός τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.
-
18 ἰσο-κλινής
ἰσο-κλινής, ές, von gleicher Neigung, gleichschwebend, Arist. mund. 6.
-
19 κλίνη
κλίνη, ἡ, Alles, worauf man sich lehnt, legt oder hinstreckt, Lager, Bett; ἵζω δὲ κλίνης ἐν μέσῳ κάμψας γόνυ Eur. Hec. 1150; ἀντὶ δὲ κλίνης στιβάδα σχοίνων Ar. Plut. 590; ἓξ μῆνας συνεχῶς ἐν τῇ κλίνῃ κείμενον Isocr. 19, 24, von einem Kranken, der sechs Monate das Bett hüten mußte; – Tischlager, auf welchen die Alten am Tische lagen, Her. 9, 16, Ar. Ach. 1090; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ Xen. Cyr. 8, 2, 6, auch sonst. – Daher ἱερὰ κλίνη, das lectisternium oder pulvinar deorum bei den Römern. – Auch = Todtenbahre; Plat. Legg. XII, 947 b; D. H. 8, 59.
-
20 ποιητής
ποιητής, ὁ, wer Etwas macht, hervorbringt, schafft, Verfertiger; κλίνης, Plat. Rep. X, 597 d; τῶν πρὸς τοὺς πολεμίους μηχανημάτων, Erfinder, Xen. Cyr. 1, 6, 38; auch μάχης, Plut. Alex. 60, mit u. ohne νόμου, Gesetzgeber, Plat. Rep. 415 b; Schöpfer, τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, Tim. 28 c. – Bes. der Dichter. späterer Ausdruck statt des früheren ἀοιδός, erst nach Hesiod. u. Pind. entstanden, als man schon angefangen hatte, Tonkunst u. eigentliche Dichtkunst von einander zu trennen, vgl. Wolf Proleg. p. XLII, 9; so von Homer, Her. 2, 53 u. oft bei Folgdn; vom Alcäus, Her. 5, 95; ποιητὴν ἢ λόγων συγγραφέα, Plat. Phaedr. 278 e; λόγων auch von Rednern, Euthyd. 305 b Phaedr. 234 e; übh. Schriftsteller, Sp.
См. также в других словарях:
κλίνης — κλί̱νης , κλίνη that on which one lies fem gen sg (attic epic ionic) κλί̆νης , κλίνω sráyati aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνῃς — κλί̱νῃς , κλίνη that on which one lies fem dat pl (epic) κλί̱νῃς , κλίνω sráyati aor subj act 2nd sg κλί̱νῃς , κλίνω sráyati pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοκλινής — θεοκλινής, ές (Μ) αυτός που γίνεται με γονυκλισία προς τον θεό («θεοκλινεῑς προσευχαί», Στουδ. θεοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής, κατα κλινής … Dictionary of Greek
μεσοκλινής — ές (για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει κλίση από τα άκρα προς το μέσο, σε αντιδιαστολή προς τον αμφικλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. αμφι κλινής, επι κλινής] … Dictionary of Greek
πολυκλινής — (I) ές, Α αυτός που πλαγιάζει μαζί με πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνη)]. (II) ές, Α αυτός που έχει κλίση, τάση για πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο κλινής] … Dictionary of Greek
υποκλινής — ές / ὑποκλινής, ές, ΝΑ νεοελλ. (για πρόσ.) 1. αυτός που υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού 2. (κατ επέκτ.) περιποιητικός αρχ. αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, υπήκοος. επίρρ... ὑποκλινῶς Α με τρόπο υποκλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλινής… … Dictionary of Greek
ετεροκλινής — ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, ές) αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών αρχ. κατηφορικός… … Dictionary of Greek
ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
ομοιοκλινής — ὁμοιοκλινής, ές (Α) 1. αυτός που έχει όμοια κλίση 2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο κλινής] … Dictionary of Greek
ομοκλινής — ές (Α ὁμοκλινής, ές) νεοελλ. φρ. α) «ομοκλινής δομή» γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία β) «ομοκλινής ράχη» (γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό ή μέτωπο στη μία πλευρά και… … Dictionary of Greek