-
1 clergé
κλήρος -
2 allotment
κλήρος -
3 nasip
κλήρος, μερτικόφ πεπρωμένο -
4 piyango
κλήρος, λοταρία -
5 Lot
subs.Destiny: P. ἡ εἱμαρμένη, P. and V. τὸ χρεών (Plat. but rare P.), μοῖρα, ἡ (Plat. but rare P.), V. ἡ πεπρωμένη, μόρος, ὁ, πότμος, ὁ, αἶσα, ἡ, τὸ μόρσιμον, τὸ χρῆν (Eur., I.T. 1486).Fortune: P. and V. τύχη, ἡ, συμφορά, ἡ, δαίμων, ὁ.It is my lot: P. and V. χρή με, χρεών με, εἵμαρταί μοι, V. πέπρωταί μοι.What is allotted, share: P. and V. μέρος, τό. V. λάχος, τό.Allotment of land: P. κλῆρος, ὁ.Assign by lot, v.: P. and V. κληροῦν, P. ἐπικληροῦν.Office assigned by lot, P. κληρωτὸς ἀρχή, ἡ.No lot was cast: V. κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο (Soph., Ant. 396).Choose by lot, v.: P. and V. κληροῦν, P. ἀποκληροῦν.Chosen by lot, adj.: P. κληρωτός.Draw lots for: P. and V. κληροῦσθαι (acc.; P. also gen.).Drawing of lots, subs.: P. and V. κλήρωσις, ἡ.Fall to one's lot, v.: P. ἐπιβάλλειν (dat.); see Befall.The share which falls to our lot: P. τὸ ἐπιβάλλον ἐφʼ ἡμᾶς μέρος (Dem. 312).Obtain by lot, v.: P. and V. λαγχάνειν (acc.), διαλαγχάνειν (acc.) (Plat.), κληροῦσθαι (acc. or gen.), V. ἀπολαγχάνειν (acc.), Ar. and V. ἐκλαγχάνειν (acc.).Without appeal to lot: use adv., P. ἀκληρωτί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lot
-
6 духовенство
-
7 жребий
жребий м о κλήρος бросить \жребий ρίχνω κλήρο' тянуть \жребий τραβώ κλήρο* * *мο κλήροςбро́сить жре́бий — ρίχνω κλήρο
тяну́ть жре́бий — τραβώ κλήρο
-
8 духовенство
духовенствос собир. ὁ κλήρος, οἱ Ιερείς:православное \духовенство ὁ ὁρθόδοξος κλήρος· черное \духовенство οἱ μοναχοί· белое \духовенство οἱ ίερεΐς. -
9 билет
-а α.1. εισιτήριο, μπιλέτο•-в театр εισιτήριο θεάτρου.
2. βιβλιάριο•партийный билет το κομματικό βιβλιάριο.
3. παλ. γραμμάτιο•кредитный билет τραπεζογραμμάτιο (το χαρτονόμισμα).
4. κλήρος, λαχνός•экзаменационный билет ο κλήρος εξετάσεων.
εκφρ.пригласительный билет – πρόσκληση, επισκεπτήριο. -
10 жребий
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жребий
-
11 выбор
выборм1. ἡ ἐκλογἡ:неудачный \выбор κακή ἐκλογή· сделать \выбор διαλέγω, ἐκλέγω· \выбор пал на него σ'αὐτόν ἐπεσε ὁ κλήρος· у меня не было \выбора δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικἄ2. (ассортимент) ἡ συλλογή:большой \выбор товаров ἡ μεγάλη συλλογή ἐμπορευμάτων ◊ на \выбор κατ' ἐκλογήν. -
12 выпадать
выпадатьнесов1. (вываливаться) πέφτω, πίπτω/ ξεφεύγω, διαφεύγω, (ξε)γλι-στρῶ (выскальзывать)·2. (об осадках) πέφτω, πίπτω:3. (доставаться) τυχαίνω, λαχαίνω, λαγχάνω:\выпадать на долю λαχαίνω, εἶναι τῆς τύχης μου· ему выпало счастье είχε τήν εὐτυχία· мне выпал жребий μοῦ ἔλαχε ὁ κλήρος. -
13 жребий
жребийм1. ὁ λαχνός, ὁ κλήρος; бросать \жребий ρίχνω κλήρο· тяну́ть \жребий τραβώ κλήρο·2. перен ἡ τύχη, ἡ μοίρα· ◊ \жребий брошен ἐρίφθη ὁ κύβος. -
14 надел
наделм ὁ κλήρος, ἡ μερίδα [-ίς], τό μερίδιο[ν]:получать земельный \надел παίρνω κλήρο (γῆς), παίρνω ἕνα κομμάτι γῆς. -
15 падать
пада||тьнесов1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):\падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν3. (приходиться) πέφτω:все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·4. (выпадать) πέφτω:волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·5. (понижаться) πέφτω:температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ. -
16 сословие
сослов||иес ист. τό κοινωνικό στρώμα, ἡ τάξη:дворянское \сословие ἡ τάξη τῶν εὐγενῶν духовное \сословие ὁ κλήρος· купеческое \сословие οἱ ἔμπορον мещанское \сословие ἡ τάξη τῶν μικροαστών третье \сословие ἡ τρίτη τάξη. -
17 участок
уча́ст||окм1. τό οἰκόπεδο[ν], τό γήπε-δο[ν]/ τό χωράφι, ὁ κλήρος (земельный):строительный \участок τό οίκόπεδο οἰκοδομής· лесной \участок τό μέρος δάσους· пораженный \участок мо́зга τό προσβεβλημένο μέρος τοῦ μυαλοϋ· делить на \участокки μοιράζω σέ ὁΙκόπεδα· арендовать \участок земли́ νοικιάζω χωράφι[ον] (или τμήμα γής)·2. (сфера деятельности) ὁ τομέας [-εύς]:\участок работы ὁ τομέας ἐργασίας' врачебный \участок ὁ τομέας ίατροῦ·3. (административный) τό τμήμα:избирательный \участок τό ἐκλογικό τμήμα·4. воен. ὁ τομέας [-εύς]:\участок фронта ὁ τομέας τοῦ μετώπου· б. ист. (полицейский) τό ἀστυνομικό τμήμα. -
18 clergy
['klə:‹i](the ministers, priests etc of the Christian religion: the clergy of the Church of England.) (ο) κλήρος -
19 priesthood
1) (priests in general: the Anglican priesthood.) κλήρος,ιερατείο2) (the office or position of a priest: He was called to the priesthood.) (ιερατικό)σχήμα -
20 выдел
-а α.μερίδιο, μερτικό, μοίρα. || κλήρος, τμήμα, κομμάτι γης.
См. также в других словарях:
κλῆρος — lot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
κλήρος — ο 1. το τμήμα της γης που τύχαινε στον καθένα με λαχνό. 2. το μερίδιο από κληρονομιά: Πούλησε τον κλήρο της. 3. ο λαχνός του λαχείου που βγαίνει από την κληρωτίδα: Δε με ευνόησε ο κλήρος αυτή τη φορά. 4. το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Клир — (κλήρος, clerus) причт, духовенство. К. в обширном смысле называется состав духовных лиц, по правилам христианской церкви посвященных на служение в ней, в менее обширном совокупность всех духовных лиц церкви, за исключением архиереев, также… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
κλήρω — κλῆρος lot masc nom/voc/acc dual κλῆρος lot masc gen sg (doric aeolic) κληρόω appoint by lot pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κληρόω appoint by lot imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλᾶρον — κλῆρος lot masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλᾶρος — κλῆρος lot masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῆροι — κλῆρος lot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλῆρον — κλῆρος lot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήροιν — κλῆρος lot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήροιο — κλῆρος lot masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)