-
1 κλάδος
Grammatical information: m.Meaning: `branch, twig, sprout' (IA., Arist., Thphr.), also a few cases of monosyllabic κλαδ- in κλαδ-ί, κλάδ-α, - ας and of an s-stem in κλάδεσι, - έεσσι, - έων (after δένδρεσι etc.?);Compounds: Compp., e. g. ὀλιγό-κλαδος (Thphr.), κλαδο-τομέω (pap.).Derivatives: Diminut. κλάδιον (Lib., pap.) and κλαδίσκος (Gal.); κλαδεών (Orph.), κλαδών (H.) = κλάδος; κλαδώδης `full of branches' (sch., Eust.), κλάδινος = rameus (Gloss.). Denomin. verb κλαδεύω `cut off branches, clip' (Artem.; - έω Arr.) with κλάδευσις (Aq., Sm., Gp.), κλαδεία (Gp.) `cutting off..., clipping', κλαδευτήρια pl. `pruned leaves' (Gloss.), κλαδευτής `pruner' (Gloss.), κλαδευτήριον, - ια `pruning knife, -festival' (H.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One often connects * kelh₂- `cut off' (but Pok. 545ff. contains much irrelevant material). But this cannot give the Greek form. The connection with the Germ. word for ` Holz, Wald', OIc. OE holt n. etc. is probably wrong. That both forms can be derived from IE. *kl̥do- must be accidental, and there is no root * kel- without laryneal. Kluge-Seebold notes *kl̥h₂d- [there clearly is a misprint]; a Greek pre-form * klǝd- is impossible since the laryngeal theory: it should be *kl̥h₂d- which would have given *κλᾱδος. For the realia one referred to J. Trier, Holz (Münster-Köln 1952) p. 43ff. Mostly connected with κλάω `break off' (s. v.), but with a pre-Greek (i.e. from before hist. Greek) dental enlargement. Independent of κλάδος is the δ-formation of κλαδαρός `invalid' (s. v.); further καλαδία ἑυκάνη (= `plane') H. [LSJ gives ῥυκάνη (`plane-tree'); thus Frisk s.v.; but this lemma does not exist in H.] with diff. ablaut, s.s.v. - Outside Greek one connects Lat. clādēs `damage etc.', but this requires * klh₂d-, which is impossible for Greek ; and Slav., e. g. Russ.-Csl. klada, Russ. kolodá `beam, block, trunk', on whch I have no opinion. Kuiper GS Kretschmer 121f connected with κλάδος κλών, κλῶναξ, with nasalization (replacement of a stop by the nasal of that series) of the δ; cf. κλῶναξ κλάδος H. Further Pok. 546f..Page in Frisk: 1,864-865Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλάδος
-
2 κλάδος
κλάδος, ου, ὁ (Trag.; Hdt. 7, 19 [τῆς ἐλαίης τ. κλάδους] +) branch Mt 13:32; 24:32; Mk 13:28; Lk 13:19; Hs 8, 1, 4; 8, 2, 9; 8, 3, 1. ποιεῖν κλάδους produce branches Mk 4:32 (birds on the branches as Da 4:12, 14 Theod.). κόπτειν κλάδους ἀπό τινος cut branches from someth. Mt 21:8; Hs 8, 1, 2.—Paul speaks fig. (cp. Comp. II 155f [Menand., Fgm. 716 Kock]; Sir 23:25; 40:15; SibOr 5, 50) of root and branches of the olive tree (Kaibel 368, 7 a young woman who has died is called κλάδος ἐλέας) Ro 11:16ff, 21. Also fig., orthodox Christians are called κλάδοι τοῦ σταυροῦ branches of the cross ITr 11:2.—B. 523. DELG. M-M. TW. -
3 κλαδός
κλάδοςbranch: neut gen sg (attic) -
4 κλάδος
κλάδοςbranch: masc nom sg -
5 κλάδος
A branch, shoot of a tree, Arist.Juv. 468b25, GA 752a20; twig, opp. ἀκρεμών, Thphr.HP1.1.9, 1.10.7: generally, branch,τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους Hdt.7.19
: presented by suppliants,ἐλαίας θ' ὑψιγέννητον κλάδον A.Eu.43
, cf. Supp.22 (anap.), S.OT3, 143; also of laurel branches used in temples, E. Ion80.2 plank, POxy. 1738.4, al. (iii A.D.).3 branch of a blood-vessel, Gal.15.141.4 metaph., ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀΐσσονται two arms, Emp.29.1.5 κ. ἐλέας, of a young girl, Epigr.Gr.368.7:—metapl. forms, dat.κλαδί Scol.9
, prob. in SIG1025.33 (Cos, iv/iii B.C.);τῇ κ. Ael.NA4.38
codd. (cf. Eust.58.37);τῷ κ. Choerob.in Theod.1.138
; acc.κλάδα Lyr.Adesp.122
; cf. κλάδα[ν]· κλάδον, Hsch.; gen. pl. κλαδέων prob. in Philox.1.3; dat. pl. (lyr.), [dialect] Ep.κλαδέεσσι Nic. Fr.74.19
; acc. κλάδας ib.53. -
6 κλάδος
-ου + ὁ N 2 2-2-11-6-10=31 Lv 23,40(bis); JgsB 9,48.49; Is 17,6branch, twig -
7 κλάδος
branchΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κλάδος
-
8 κλάδω
κλάδοςbranch: masc nom /voc /acc dualκλάδοςbranch: masc gen sg (doric aeolic)——————κλάδοςbranch: masc dat sg -
9 κλάδε
κλάδοςbranch: neut nom /voc /acc dual (attic)κλάδοςbranch: masc voc sg -
10 κλαδί
κλάδοςbranch: neut dat sg (attic) -
11 κλαδίσκοι
κλάδοςbranch: masc nom /voc plκλαδίσκοςmasc nom /voc pl -
12 κλαδίσκοις
κλάδοςbranch: masc dat plκλαδίσκοςmasc dat pl -
13 κλαδίσκον
κλάδοςbranch: masc acc sgκλαδίσκοςmasc acc sg -
14 κλαδίσκος
κλάδοςbranch: masc nom sgκλαδίσκοςmasc nom sg -
15 κλαδίσκους
κλάδοςbranch: masc acc plκλαδίσκοςmasc acc pl -
16 κλασίν
κλάδοςbranch: neut dat pl (attic) -
17 κλάδεσι
κλάδοςbranch: neut dat pl (attic) -
18 κλάδεσιν
κλάδοςbranch: neut dat pl (attic) -
19 κλάδα
κλάδοςbranch: neut nom /voc /acc pl (attic)κλάδᾱ, κλαδάωshake: pres imperat act 2nd sgκλάδᾱ, κλαδάωshake: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
20 κλάδοι
κλάδοςbranch: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
κλαδός — κλάδος branch neut gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — branch masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάδος — (I) ο (AM κλάδος) βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλαδί, κλαρί, κλώνος («ἀπὸ δὲ τῆς ἐλαίης τοὺς κλάδους γῆν πᾱσαν ἐπισχεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός συνόλου (α. «η γεωμετρία είναι κλάδος τών μαθηματικών», β.… … Dictionary of Greek
κλάδος — ο 1.βλαστός δέντρου ή θάμνου, κλωνάρι, κλαδί: Μη σπάτε τους κλάδους του δέντρου. 2. καθετί που αποτελεί υποδιαίρεση ή τμήμα ενός όλου: Η Γεωμετρία είναι κλάδος των Μαθηματικών. 3. κλάδεμα αμπελιού: Το αμπέλι θέλει κλάδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Γαληνός — (18ος 19ος αι.). Γιατρός από τη Σμύρνη. Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ιταλία επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου άσκησε την ιατρική για πενήντα χρόνια. Διετέλεσε καθηγητής ανθρωπολογίας στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Έγραψε το επιστημονικό… … Dictionary of Greek
Κλάδος, Μαρίνος — Γιατρός και αγωνιστής του 1821. Αρχικά έζησε στη Χίο και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης επέστρεψε στην Ελλάδα όπου διακρίθηκε σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις. Μετά την απελευθέρωση μετέβη και πάλι στη … Dictionary of Greek
ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… … Dictionary of Greek
υδροβιολογία — Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ.… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
ανθρωπογεωγραφία — Κλάδος της γεωγραφίας που ασχολείται με τη μελέτη της Γης ως κατοικίας του ανθρώπου και του ίδιου του ανθρώπου σε σχέση με το περιβάλλον του. Αυτό σημαίνει ότι την α. απασχολούν: α) η γεωγραφική κατανομή των ανθρώπινων ομάδων στην επιφάνεια της… … Dictionary of Greek