Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ὀλιγό-κλαδος

См. также в других словарях:

  • μετεωρόκλαδος — μετεωρόκλαδος, ον (Α) αυτός τού οποίου οι κλάδοι εκτείνονται στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + κλάδος (πρβλ. ολιγό κλαδος, πολύ κλαδος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύκλαδος — η, ο / πολύκλαδος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά κλαδιά, πολλά κλωνάρια («πολύκλαδο δέντρον») νεοελλ. μτφ. αυτός που έχει πολλούς κλάδους, πολλούς τομείς (α. «πολύκλαδη επιχείρηση» β. «πολύκλαδη επιστήμη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλάδος (<… …   Dictionary of Greek

  • πεντάκλαδος — ον, Α αυτός που έχει πέντε κλάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κλάδος (πρβλ. ολιγό κλαδος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»