-
1 κῑόνιον
-
2 κιόνιον
κιόνιονsmall pillar: neut nom /voc /acc sg -
3 κῑόνιον
κῑόνιον, τό, kleine Säule. Im Schneckengehäuse das Pfeilerchen, die Spindel, um welche sich das Schneckengewinde dreht -
4 κιόνιον
II central column in a snail's shell, Dsc.2.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιόνιον
-
5 ἀκρο-κιόνιον
ἀκρο-κιόνιον, τό, Spitze der Säule, Philo.
-
6 κιονίου
κιόνιονsmall pillar: neut gen sg -
7 κιονίων
κιόνιονsmall pillar: neut gen pl -
8 κιόνια
κιόνιονsmall pillar: neut nom /voc /acc pl -
9 κιονίω
-
10 κιονίῳ
-
11 ἀκροκιόνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροκιόνιον
-
12 ἀκροκιόνιον
-
13 κί̄ων
κί̄ων, - ονοςGrammatical information: m. f. (on the gender Schwyzer 486, Schwyzer-Debrunner 37)Meaning: `column, pillar', also metaph. (Od.); as medic. terminus `cartiledge, wart' (Hp.).Compounds: As 1. member in κιονό-κρᾱνον `capital of a column' (Str. 4, 4, 6 [v. l.], D. S.) beside earlier and more usual κιό-κρᾱνον (Pl. Com., X., Delos IIIa etc.; syll. dissimilation). Further ἀκρο-, τετρα-, μετα-, προ-κιόν-ιον (Ph.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably], LW [loanword] Anat.Etymology: With Arm. siwn `column' identical, further isolated. One of the Graeco-Armenian agreements (Schwyzer 57). Specht KZ 66, 13 (also Lexis 3, 70) assumes a common Gr.-Arm. LW [loanword]; cf. on αἴξ and Porzig Gliederung 157; cf. also γέφυρα. Can the word be Pre-Greek?Page in Frisk: 1,863Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κί̄ων
См. также в других словарях:
κιόνιον — small pillar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονίου — κιόνιον small pillar neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονίων — κιόνιον small pillar neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιονίῳ — κιόνιον small pillar neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιόνια — κιόνιον small pillar neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλοκιόνιον — κεφαλοκιόνιον, τό (Μ) κιονόκρανο, κεφαλοκόλονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κιόνιον (< κιόνιον < κίων), πρβλ. ακρο κιόνιον, μετα κιόνιον] … Dictionary of Greek
μετακιόνιο — το (Α μετακιόνιον) το κενό διάστημα μεταξύ δύο κιόνων, το μεσόστυλο, το μεσοστύλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κιόνιον (< κίων, κίονος), πρβλ. ακρο κιόνιον] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ακροκιόνιο — το (Α ἀκροκιόνιον) η κορυφή τού κίονος, το κιονόκρανο*. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀκρο (Ι) + κιόνιον < κίων] … Dictionary of Greek
εξακιόνιον — ἑξακιόνιον, το (Μ) κτήριο με έξι κίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κιόνιον < κίων, ονος] … Dictionary of Greek
κιόνιο(ν) — το (AM κιόνιον, Μ και κιόνιν) [κίων] (υποκορ. τού κίων) μικρός κίονας μσν. 1. κολόνα, στύλος («ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει», Χρον. Μορ.) 2. πόδι τραπεζιού ή καρέκλας αρχ. κεντρικός άξονας γύρω από τον… … Dictionary of Greek