-
1 κισσόδετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσόδετος
-
2 κισσόδετος
κισσό-δετος, mit Epheu gebunden, gekränzt -
3 κισσοδέτοις
κισσόδετοςmasc /fem /neut dat pl -
4 κισσο-δέτᾱς
κισσο-δέτᾱς, dor. = κισσο-δέτης, mit Epheu gebunden, gekränzt, Bacchus, Pind. frg. 45 bei D. Hal. de C. V. p. 306, wo κισσόδετος u. κισσοδότας vermuthet wird, v. l. κισσοδαής.
См. также в других словарях:
κισσόδετος — κισσόδετος, ον (Α) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. γομφό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek
κισσοδέτοις — κισσόδετος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η … Dictionary of Greek