-
1 κισσό-δετος
κισσό-δετος, mit Epheu gebunden, gekränzt, Nonn. 14, 262.
-
2 κισσόδετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κισσόδετος
-
3 κισσόδετος
κισσό-δετος, mit Epheu gebunden, gekränzt
См. также в других словарях:
μολυβδόδετος — και μολιβδόδετος, ον (Α) δεμένος, στερεωμένος με μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + δετός (< δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. κισσό δετος, χαλκό δετος] … Dictionary of Greek
κισσόδετος — κισσόδετος, ον (Α) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. γομφό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek