Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κισσοστεφής

См. также в других словарях:

  • κισσοστεφής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοστεφής — ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, ές) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι στεφής, ροδο στεφής] …   Dictionary of Greek

  • κιττοστεφής — κισσοστεφής , κισσοστεφής masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονυστεφής — ές (για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με λευκό τρίχωμα λόγω τραυματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + στεφής < στέφος < στέφω (πρβλ. κισσοστεφής, χρυσοστεφής). Η λ. γονυστεφής (ίππος) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] …   Dictionary of Greek

  • κισσεύς — κισσεύς, έως, ὁ (Α) [κισσός] ο εστεμμένος με κισσό, κισσοστεφής …   Dictionary of Greek

  • κισσοστέφανος — κισσοστέφανος, ον (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στέφανος (< στέφανος), πρβλ. σταχυο στέφανος, χαλκο στέφανος] …   Dictionary of Greek

  • κισσοχαίτης — και κισσεοχαίτης, ὁ (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο χαίτης, φυκιο χαίτης] …   Dictionary of Greek

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»