-
1 κιναθισμός
κιναθισμός, ὁ, nach Phot. lex. κίνησις.
-
2 κιναθισμός
A = θησαυρισμός, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναθισμός
-
3 κιναθισμόν
κιναθισμόςmasc acc sg -
4 κινάθισμα
Grammatical information: n.Derivatives: κιναθισμός `id.' (Phot.); from κιναθίζειν ἰδιάζειν, ἀποθησαυρίζειν κατὰ μικρὸν συλλέγοντα. ἔνιοι μινυρίζειν καὶ κινεῖν H. κίναθος θησαυρισμός Phot., κιναθίας κρυπτός H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Uncertain; for the first syllable cf. κινυρός. Not to κῑνέω because of the short ι. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,853-854Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κινάθισμα
См. также в других словарях:
κιναθισμός — κιναθισμός, ὁ (Α) το κινάθισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κινάθισμα] … Dictionary of Greek
κιναθισμόν — κιναθισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινάθισμα — κινάθισμα, τὸ (Α) ελαφρά κίνηση και ο ήχος που δημιουργείται από αυτήν, όπως το φτερούγισμα («τί ποτ οὖ κινάθισμα κλύω πέλας οἰωνῶν;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κινάθισμα όπως και ο τ. κιναθισμός παράγονται πιθ. από το ρ. κιναθίζω και συνδέονται με … Dictionary of Greek