-
1 κίναθος
κίναθος, ὁ, nach Phot. lez. ϑησαυρισμός.
-
2 κιναθισμός
A = θησαυρισμός, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιναθισμός
-
3 κινάθισμα
Grammatical information: n.Derivatives: κιναθισμός `id.' (Phot.); from κιναθίζειν ἰδιάζειν, ἀποθησαυρίζειν κατὰ μικρὸν συλλέγοντα. ἔνιοι μινυρίζειν καὶ κινεῖν H. κίναθος θησαυρισμός Phot., κιναθίας κρυπτός H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Uncertain; for the first syllable cf. κινυρός. Not to κῑνέω because of the short ι. Prob. Pre-Greek.Page in Frisk: 1,853-854Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κινάθισμα
См. также в других словарях:
κίναθος — κίναθος, ὁ (Α) το αποθησαύρισμα που γίνεται σιγά σιγά («οἱ δὲ τὸν θησαυρισμὸν κίναθον καλοῡσι», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κιναθίζω με τη σημ. «αποθησαυρίζω»] … Dictionary of Greek