Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κικ-)υβ

См. также в других словарях:

  • κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… …   Dictionary of Greek

  • ευλυσία — ευλυσία, ἡ (Α) [εύλυτος] 1. ευκολία στην κίνηση, ευλυγισία, επιτηδειότητα 2. φρ. «εὐλυσία κοιλίας» υγιεινή κίνηση τών εντέρων (Κικ.) 3. απελευθέρωση, χαλάρωση, ανακούφιση (αντίθ. στένωσις) …   Dictionary of Greek

  • προέκκειμαι — ΜΑ 1. προεκτείνομαι, προεξέχω 2. (ως παθ. τού προεκτίθημι*) α) ορίζομαι εκ τών προτέρων («ἡ προεκκειμένη ἡμερα», Κικ.) β) διατυπώνομαι, αναπτύσσομαι προηγουμένως («τὰ προεκκείμενα προστάγματα», πάπ.) γ) μνημονεύομαι παραπάνω, προαναφέρομαι 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… …   Dictionary of Greek

  • φυρώ — άω, ΜΑ 1. ανακατεύω, κυρίως αλεύρι με νερό για να κάνω ζυμάρι (α. «φυρέουσι τὸ μὲν σταῑς τοῑσι ποσί», Ηρόδ. β. «οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ πεφυραμένα ἄλφιτα», Θουκ.) 2. λερώνω («γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «φυρῶμαι μαλακὴν φωνὴν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»