Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κιθάρῃ

См. также в других словарях:

  • κιθάρη — κίθαρις playing on the cithara fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) κίθαρις playing on the cithara fem acc dual (doric aeolic) κιθά̱ρη , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρῃ — κιθάρηι , κίθαρις playing on the cithara fem dat sg (epic) κιθά̱ρῃ , κιθάρα lyre fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TAENARIA — vulgo Capo Matapan Sophian. Capo Matna Gregorae, promontor. Peleponnesi, dividens sinum Messeniacum a Laconico, a Malea promuntor. 84. mill. pass. Suidas: Ταίναρον, ἀκρωτήριον Λακωνικῆς. Statius, Theb. l. 2. v. 32. Est locus Inachiae, dixerunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • νευρένδετος — νευρένδετος, ον (Α) δεμένος ή τεταμένος με νευρά, με χορδή, ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη νευρένδετος», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἔνδετος (< ἐνδέω [Ι] «δένω, συνδέω»), πρβλ. αργυρ ένδετος, χρυσ ένδετος] …   Dictionary of Greek

  • νυκτιλάλος — ο (Α νυκτιλάλος, ον) αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] …   Dictionary of Greek

  • τειχομελής — ές, Α αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ μελής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»