-
1 κιθαρη
-
2 κιθάρη
κίθαριςplaying on the cithara: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)κίθαριςplaying on the cithara: fem acc dual (doric aeolic)κιθά̱ρη, κιθάραlyre: fem nom /voc sg (epic ionic)——————κιθάρηι, κίθαριςplaying on the cithara: fem dat sg (epic)κιθά̱ρῃ, κιθάραlyre: fem dat sg (epic ionic) -
3 κιθάρῃ
Βλ. λ. κιθάρη -
4 τειχο-μελής
τειχο-μελής, ές, durch Gesänge mit Mauern versehend, κιϑάρη, von der Cither des Amphion, Onest. 7 (IX, 216).
-
5 νυκτι-λάλος
νυκτι-λάλος, bei Nacht schwatzend, κιϑάρη, Antp. Sid. 75 (VII, 29).
-
6 κιθαρα
ион. κῐθάρη (θᾰ) ἥ1) кифара (струнный инструмент, близкий к λύρα и φόρμιγξ) HH., Her., Plat. etc.2) кифара (растение, якобы издававшее звуки кифары) Plut. -
7 νυκτιλαλος
-
8 τειχομελης
-
9 λιγυηχής
A clear-sounding,κιθάρη AP9.308
([place name] Bianor);Μοῦσαι Ath.Mitt.27.339
; dub. in B.Scol.Oxy.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγυηχής
-
10 νευρένδετος
νευρ-ένδετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νευρένδετος
-
11 νυκτιλάλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιλάλος
-
12 πολύκρεκτος
πολύ-κρεκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκρεκτος
-
13 πυργοδόμος
πυργο-δόμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυργοδόμος
-
14 σύνθροος
σύνθροος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνθροος
-
15 ἑπτάμιτος
ἑπτά-μῐτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑπτάμιτος
-
16 τειχομελής
τειχο-μελής, ές, durch Gesänge mit Mauern versehend; κιϑάρη, von der Cither des Amphion
См. также в других словарях:
κιθάρη — κίθαρις playing on the cithara fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) κίθαρις playing on the cithara fem acc dual (doric aeolic) κιθά̱ρη , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρῃ — κιθάρηι , κίθαρις playing on the cithara fem dat sg (epic) κιθά̱ρῃ , κιθάρα lyre fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TAENARIA — vulgo Capo Matapan Sophian. Capo Matna Gregorae, promontor. Peleponnesi, dividens sinum Messeniacum a Laconico, a Malea promuntor. 84. mill. pass. Suidas: Ταίναρον, ἀκρωτήριον Λακωνικῆς. Statius, Theb. l. 2. v. 32. Est locus Inachiae, dixerunt… … Hofmann J. Lexicon universale
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
νευρένδετος — νευρένδετος, ον (Α) δεμένος ή τεταμένος με νευρά, με χορδή, ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη νευρένδετος», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἔνδετος (< ἐνδέω [Ι] «δένω, συνδέω»), πρβλ. αργυρ ένδετος, χρυσ ένδετος] … Dictionary of Greek
νυκτιλάλος — ο (Α νυκτιλάλος, ον) αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek
τειχομελής — ές, Α αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ μελής] … Dictionary of Greek