-
1 νυκτι-λάλος
νυκτι-λάλος, bei Nacht schwatzend, κιϑάρη, Antp. Sid. 75 (VII, 29).
-
2 νυκτιλάλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νυκτιλάλος
-
3 νυκτιλάλος
-
4 νυκτιλαλος
См. также в других словарях:
νυκτιλάλος — ο (Α νυκτιλάλος, ον) αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτα («νυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek