-
81 2788
{сущ., 4}кифара – струнный музыкальный инструмент, близкий к лире (древнегреч. струнный щипковый инструмент, имевший от трех до восьми струн) и форминге (древнегреч. струнный щипковый инструмент, имевший от трех до семи струн).Ссылки: 1Кор. 14:7; Откр. 5:8; 14:2; 15:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2788
-
82 guitar
-
83 гитара
[γκιτάρα] οοσ. θ. κιθάρα -
84 гитара
[γκιτάρα] ουσ θ κιθάρα -
85 гитара
-ы θ.κιθάρα. -
86 расстроить
ρ.σ.μ.1. εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω• σπαραλιάζω• ξεχαρβαλώνω• φέρνω σύγχυση, ταραχή•расстроить ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού•
воина -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία•
расстроить планы (замыслы) χαλνώ τα σχέδια•
расстроить здоровье βλάπτω την υγεία•
расстроить желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού.
2. ταράσσω• σπάζω•последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τού σπασαν τα νεύρα.
3. ξεκουρντίζω•расстроить скрипку ξεκουρντίζω το βιολί.
|| ταράσσω την ψυχική ηρεμία• αναστατώνω. || πικραίνω, στενοχωρώ• δυσαρεστώ• κακοκαρδίζω.1. εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ряды противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν•хозяйство -лось το νοικοκυριό σπαράλιασε•
желудок -лся το στομάχι έπαθε διαταραχή.
2. ξεκουρντίζομαι•гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε.
3. ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι. || θλίβομαι, πικραίνομαι, στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι• κακοκαρδίζομαι•он -лся от неудачи αυτός πικράθηκε από την αποτυχία.
-
87 βατραχίσκοι
βᾰτραχ-ίσκοι, οἱ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βατραχίσκοι
-
88 θεόπαιστος
θεό-παιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόπαιστος
-
89 κανών
A straight rod, bar, esp. to keep a thing straight:1 in pl., staves which preserved the shape of the shield, [ ἀσπίδα]δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν Il.13.407
, cf. 8.193, Them.Or.21.257a.2 weaver's rod, to which alternate threads of the warp were attached, Il. 23.761, Ar.Th. 822 (anap.), Plu.2.156b, Nonn.D.37.631.3 ruddled line used by masons or carpenters,πύργους.. ὀρθοῖσιν ἔθεμεν κανόσιν E.Tr.6
;βάθρα φοίνικι κανόνι.. ἡρμοσμένα Id.HF 945
; alsoκ. λίθινος
rule, straight-edge,IG
12.313.113, 373.217, al., cf. Pl.Phlb. 56b, X.Ages.10.2, AP11.120 ([place name] Callicter); ὥστε τέκτονος παρὰ στάθμην ἰόντος ὀρθοῦται κ. S.Fr.474.5;κανόνα προσφέρειν Aeschin.3.199
;ποιῶν ὀρθὰ πάντα πρὸς κανόνα IG7.3073.108
(Lebad., ii B. C.);κανόνεσσι.. μετρήσασθαι A.R.1.724
, cf. Ar.Av. 1004; μολίβδινος κ., i.e. a flexible rule that cannot be depended on for straight measurement, Arist.EN 1137b31 (unless = κῦμα); κανόνα ποιῆσαι στρεβλόν Id.Rh. 1354a26
.b ruler, AP6.63.2 (Damoch.).c metaph.,κανόνες καὶ πήχεις ἐπῶν Ar.Ra. 799
;λαμπρὰ μὲν ἀκτὶς ἡλίου, κ. σαφής E.Supp. 650
.6 in pl., reeds of a wind-organ, AP9.365 (Jul. Imp.).10 in Music, monochord, κατατομὴ κανόνος, title of work by Euc., cf. Phld.Mus.p.100K., Ptol.Harm. 1.8, 2.12; ὀκτάχορδος, πεντεκαιδεκάχορδος κ., ib.2.2, 3.1 tit.II metaph., rule, standard,κανόνι τοῦ καλοῦ μαθών E.Hec. 602
; ;κανόνα προσάγειν Luc.Hist. Conscr.5
; of the law, Lycurg.9; ὁ σπουδαῖος.. ὥσπερ κ. καὶ μέτρον αὐτῶν (sc. καλῶν καὶ ἡδέων)ὤν Arist.EN 1113a33
, cf. Arr.Epict.3.4.5;τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὸ μηδέν' ἔχειν δεσπότην αὑτῶν, ἃ τοῖς προτέροις Ἕλλησιν ὅροι τῶν ἀγαθῶν ἦσαν καὶ κανόνες D.18.296
;ὡς κανόνι τῷ πάθει πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες Epicur.Ep.3p.63U.
; ὁ Ἐπικούρου κ. his treatise on Logic, Id.Fr.34, Damox.2.15; ὁ τῆς φιλοσοφίας κ. LXX 4 Ma.7.21: Κανόνες, οἱ, title of treatise by Democritus; of a philosophic principle, Dam.Pr. 312.2 in Art, model, standard, ὁ κ., a statue by Polyclitus which furnished a model of proportions, Plin.HN34.55; also his treatise on the same, Chrysipp.Stoic.3.122 (adnot.); also in Literature,Ἡρόδοτος τῆς Ἰάδος ἄριστος κ., Θουκυδίδης δὲ τῆς Ἀτθίδος D.H.Pomp.3
.c of a person, severe critic, κ. scriptorum, Cic.Fam. 16.17.1.3 Gramm., general rule, AB1180, Choerob.inTheod.2 p.xxi; paradigm,οἱ κ. τῶν ὀνομάτων A.D.Adv. 141.25
.4 in Astronomy and Chronology, table of dates,κανόνες Χρονικοί Plu. Sol.27
; sg., κανών, ὁ, system of chronology, D.H.1.74.b astrological table,κανόνων καὶ εἰσόδων πήξεις Vett.Val.108.19
.b 'province', sphere of action, 2 Ep.Cor.10.15.6 assessment for taxation, PLond.1.99.5 (iv A. D.), etc.; οἱ δεσποτικοὶ κ. the Imperial taxes, ib.234.9 (iv A. D.); ἰδιωτικὸς κ. POxy.2124.10 (iv A. D.).7 tariff, Stud.Pal.20.143.5 (v/vi A. D.). -
90 κίθαρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίθαρις
-
91 κιθαρῳδός
A one who plays and sings to the cithara, Hdt.1.23, IG12.547, Pherecr.6.1, Phld.Mus.p.28K., etc.: as fem.,κ. γυνή Alciphr.3.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιθαρῳδός
-
92 κλάζω
A (lyr.): [tense] aor.1ἔκλαγξα Il.1.46
, A. Ag. 201 (lyr.): [tense] aor.2ἔκλᾰγον h.Pan.14
, B.16.127, Theoc.17.71, etc.: [tense] pf.κέκλαγγα X.Cyn.3.9
, 6.23; subj. ; [dialect] Dor.κέκλᾱγα Alcm.7
; part. κεκληγώς, pl.κεκλήγοντες Il.17.756
, - ῶτες v.l.ib. 16.430,κεκλαγώς Plu.Tim.26
:—[voice] Pass., [tense] fut.κεκλάγξομαι Ar.V. 930
:— make a sharp piercing sound:1 of birds, scream, οὐκ ἴδον.., ἀλλὰ κλάγξαντος (sc. ἐρῳδιοῦ)ἄκουσαν Il.10.276
; of starlings and daws,οὖλον κεκλήγοντες 17.756
, etc.;γεράνου φωνὴν ἐνιαύσια κεκληγυίης Hes.Op. 449
; of the eagle, Il.12.207, S.Ant. 112 (lyr.), cf. OT 966, etc.2 of dogs, bark, bay,οἱ μὲν κεκλήγοντες ἐπέδραμον Od. 14.30
, cf. Ar.V. 929, X.ll.cc., etc.3 of things, as of arrows in the quiver, clash, rattle,ἔκλαγξαν δ ἄρ' ὀϊστοί Il.1.46
; of the wind, whistle,αἶψα γὰρ ἦλθε κεκληγὼς Ζέφυρος Od.12.408
; of wheels, creak, A. Th. 205 (lyr.): c.acc. cogn., κλάζουσι κώδωνες φόβον ring forth terror, ib. 386; τί νέον ἔκλαγε σάλπιγξ.. ἀοιδάν; B.17.3; of the sea, roar,ἔκλαγεν δὲ πόντος Id.16.127
; of the musician, (lyr.); of Pan on his pipes, h.Pan.14; κλάζεις μέλισμα λύρας (of the τέττιξ) AP7.196 (Mel.).4 of men, shout, scream,ὀξέα κεκληγώς Il.2.222
, 17.88: c. acc. cogn., shout aloud, ring forth,κλάζοντες Ἄρη A.Ag.48
(anap.); (lyr.); Ζεὺς ἔκλαγξε βροντάν pealed forth thunder, Pi.P.4.23; alsoἔκλαγξε κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς Id.Pae.8.20
.5 less freq. of articulate sound, ἄλλο μῆχαρ.. μάντις ἔκλαγξεν shrieked forth another remedy, A.Ag. 201 (lyr.); Ζῆνα.. ἐπινίκια κλάζων sounding loudly the song of victory in honour of Z., ib. 174 (lyr.). -
93 κρέκω
2 strike a stringed instrument with the plectron,μάγαδιν Diog.Ath.1.10
;βάρβιτα D.H.7.72
: generally, play on any instrument, (lyr.): less freq.c.dat.,κρέκειν δόνακι APl.4.231
([place name] Anyte): c. acc. cogn.,πηκτίδων ψαλμοῖς κ. ὕμνον Telest.5
;λωτὸς ᾠδὰν κρέκει Pae.Delph.12
;ἐν κιθάρᾳ νόμον ἔκρεκον AP9.584
.3 of any sharp noise,βοὴν πτεροῖς κ. Ar.Av. 772
(lyr.), cf. AP7.192 (Mnasalc.); κίσσα κρέξασα ἁρμονίαν ib. 191 (Arch.), cf. Hp. ap. Gal.19.114. (Cf. Onorse hraell (*hrahilaz) 'weaver's sley', Oe. hraegel 'dress', 'garment', perh. Lett. krekls 'shirt'.) -
94 λύρα
A lyre, a stringed instrument with a sounding-board formed of the shell of a tortoise (not in Il. or Od.), h.Merc. 423, Margites 1, Pi.O.10(11).93, N.10.21, etc.; (lyr.); τὸν ἄνευ λύρας θρῆνον (since the dirge was accompanied by the flute) A.Ag. 990 (lyr.); λ. καὶ κιθάρα (q. v.) Pl.R. 399d, cf. Aristid. Quint.2.16: prov. ὄνος λύρας (sc. ἀκούων), v. ὄνος; ἀνὴρ δὲ φεύγων οὐ μένει λύρας κτύπον Ar.Fr.11 D.III the constellation Lyra, Anacr.99, Arat. 269; Μουσῶν λ., of the Pleiades, Pythag. ap. Arist.Fr. 196.IV a sea-fish, perh. Trigla lyra, Arist.HA 535b17. -
95 παριαμβίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παριαμβίς
-
96 ποικιλόφωνος
ποικῐλό-φωνος, ον,A with varied tones,στίχα λαιμῶν Nonn.D.2.510
; ἀηδών Tz.ad Hes. Op. 201; κιθάρα Sch.Pi.O.3.11: metaph., = ποικιλόμυθος, Clearch. 26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλόφωνος
-
97 προσᾴδω
2 π. τραγῳδίᾳ sing the songs in a tragedy, Ar.Eq. 401;π. μέλη Aristaenet.1.2
;π. τῇ κιθάρᾳ Ael.VH14.23
; προσαείσαντος αὐτοῦ τοῦ θεοῦ dub. in IG5(2).528 ([place name] Lycosura).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσᾴδω
-
98 συγκρέκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκρέκω
-
99 φιλόχορος
φῐλόχορ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόχορος
-
100 ψάλτιγξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψάλτιγξ
См. также в других словарях:
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
κιθάρα — κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc/acc dual (ionic) κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρα — η εξάχορδο μουσικό όργανο: Παίζει κιθάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιθάρᾳ — κιθά̱ρᾱͅ , κιθάρα lyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
Gitarren — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare … Deutsch Wikipedia
Guitarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare … Deutsch Wikipedia
Ketarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare … Deutsch Wikipedia
Gitarre — engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare … Deutsch Wikipedia
υποκιθαρίζω — Α 1. συνοδεύω με την κιθάρα κάποιον που τραγουδά 2. παίζω την κιθάρα προς τιμή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] … Dictionary of Greek
γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι — Μουσικό τετράχορδο όργανο, παρόμοιο με την κιθάρα. Το γ. είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης όπου είναι περισσότερο γνωστό ως χαβανέζικη κιθάρα. Πορτογαλικής προέλευσης, έγινε γνωστό στα νησιά αυτά στο τέλος του 19ου αι. ως παραλλαγή … Dictionary of Greek