-
1 guitare
κιθάρα -
2 kytara
κιθάρα -
3 guitar
κιθάρα -
4 gitara
κιθάρα -
5 гитара
-
6 гитара
1. тех. το σύστημα (των οδοντωτών) τροχών 2. муз. η κιθάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гитара
-
7 бандура
банду́р||аж ἡ μπαντούρα (κιθάρα оЬкра-νική). -
8 гитара
гитар||аж ἡ κιθάρα. -
9 на
на Iпредлог Α. с вин. и предл. п.1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.на IIчастица разг (возьми) νά, πόρτο:на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε! -
10 guitar
-
11 гитара
[γκιτάρα] οοσ. θ. κιθάρα -
12 гитара
[γκιτάρα] ουσ θ κιθάρα -
13 гитара
-ы θ.κιθάρα. -
14 расстроить
ρ.σ.μ.1. εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω• σπαραλιάζω• ξεχαρβαλώνω• φέρνω σύγχυση, ταραχή•расстроить ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού•
воина -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία•
расстроить планы (замыслы) χαλνώ τα σχέδια•
расстроить здоровье βλάπτω την υγεία•
расстроить желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού.
2. ταράσσω• σπάζω•последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τού σπασαν τα νεύρα.
3. ξεκουρντίζω•расстроить скрипку ξεκουρντίζω το βιολί.
|| ταράσσω την ψυχική ηρεμία• αναστατώνω. || πικραίνω, στενοχωρώ• δυσαρεστώ• κακοκαρδίζω.1. εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ряды противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν•хозяйство -лось το νοικοκυριό σπαράλιασε•
желудок -лся το στομάχι έπαθε διαταραχή.
2. ξεκουρντίζομαι•гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε.
3. ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι. || θλίβομαι, πικραίνομαι, στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι• κακοκαρδίζομαι•он -лся от неудачи αυτός πικράθηκε από την αποτυχία.
-
15 Harp
subs.P. and V. κιθάρα, ἡ. (Eur., Cycl. 444), πηκτίς, ἡ (Soph., frag.). λύρα, ἡ (Plat. and Eur., Alc. 430), Ar. φόρμιγξ, ἡ, κίθαρις, ἡ, Ar. and V. βάρβιτος, ὁ or ἡ (Eur., Alc. 345).Sing to the harp: P. κιθαρῳδεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Harp
-
16 Lyre
subs.P. and V. λύρα, ἡ (Plat. and Eur., Alc. 430), χέλυς, ἡ (Æsch., frag.).Little lyre: Ar. λύριον, τό.Harp: P. and V. κιθάρα, ἡ (Eur., Cycl. 444), Ar. φόρμιγξ, ἡ, Ar. and V. βάρβιτος, ὁ, or ἡ (Eur., Alc. 345, and Cycl. 40); see Harp.Maker of lyres: P. λυροποιός, ὁ.Making of lyres: P. λυροποιική, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lyre
См. также в других словарях:
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
κιθάρα — κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc/acc dual (ionic) κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθάρα — η εξάχορδο μουσικό όργανο: Παίζει κιθάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιθάρᾳ — κιθά̱ρᾱͅ , κιθάρα lyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek
Gitarren — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare … Deutsch Wikipedia
Guitarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare … Deutsch Wikipedia
Ketarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare … Deutsch Wikipedia
Gitarre — engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare … Deutsch Wikipedia
υποκιθαρίζω — Α 1. συνοδεύω με την κιθάρα κάποιον που τραγουδά 2. παίζω την κιθάρα προς τιμή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] … Dictionary of Greek
γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι — Μουσικό τετράχορδο όργανο, παρόμοιο με την κιθάρα. Το γ. είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης όπου είναι περισσότερο γνωστό ως χαβανέζικη κιθάρα. Πορτογαλικής προέλευσης, έγινε γνωστό στα νησιά αυτά στο τέλος του 19ου αι. ως παραλλαγή … Dictionary of Greek