Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κηϑάριον

См. также в других словарях:

  • κηθάριον — κηθάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ζευγ άριον, κλιν άριον)] …   Dictionary of Greek

  • κηθάριον — voting urn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηθαρίου — κηθάριον voting urn neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηθάρια — κηθάριον voting urn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήθιον — και ιων. τ. κείθιον, τὸ (Α) [κηθίς] κηθάριον* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»