-
1 κηροτροφος
-
2 κηροτρόφος
-------------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηροτρόφος
-
3 κηροτρόφος
κηρο-τρόφος, den Tod nährend, tödlich -
4 κηροτρόφου
κηρότροφοςwaxen: masc /fem /neut gen sgκηροτρόφοςdeath-breeding: masc /fem /neut gen sg -
5 κηροτρόφα
κηροτρόφοςdeath-breeding: neut nom /voc /acc pl -
6 κηρότροφα
κηρότροφοςwaxen: neut nom /voc /acc pl
См. также в других словарях:
κηρότροφος — (I) κηρότροφος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από κερί, κηρόπλαστος, κέρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + τροφός (< τρέφω), πρβλ. λιπαρό τροφος, οικό τροφος]. (II) κηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφει τον θάνατο, θανατηφόρος («ὅτε λυγρὰ θαλπούσης ὄφιος… … Dictionary of Greek
κηροτρόφου — κηρότροφος waxen masc/fem/neut gen sg κηροτρόφος death breeding masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηροτρόφα — κηροτρόφος death breeding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρότροφα — κηρότροφος waxen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… … Dictionary of Greek