Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κηρό-χρως

См. также в других словарях:

  • κροκόχρως — κροκόχρως, ωτος, ό και ἡ (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + χρως (< χρώς «επιδερμίδα, χροιά»), πρβλ. κηρό χρως, οινό χρως] …   Dictionary of Greek

  • νεκρόχρως — νεκρόχρως, ωτος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + χρως (< χρώς, τός «χρώμα), πρβλ. κηρό χρως, μολυβδό χρως] …   Dictionary of Greek

  • χιονόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ χιονόχροος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κηρό χρως, μολυβδό χρως] …   Dictionary of Greek

  • κυανόχρους — ουν (Α κυανόχρους, ουν και οος, οον και κυανόχρως, ων) νεοελλ. γαλάζιος, θαλασσής αρχ. αυτός που έχει σκούρο μπλε χρώμα (α. «κυανόχροα λίμνης ἑρπετά», Οππ. β. «καὶ κυανόχρων τὸ τῆς θαλάττης ἔδαφος», Αλκίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + χροῦς «χρώμα»… …   Dictionary of Greek

  • λιπόχρως — λιπόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που δεν έχει ζωηρό χρώμα ή, κατ άλλη ερμ., ο χωρίς δέρμα («λιπόχρως ταῡρος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + χρώς «χρώμα, επιδερμίδα» (πρβλ. κηρό χρως)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»