-
1 κηροχιτων
См. также в других словарях:
μιτροχίτων — μιτροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τον χιτώνα ζωσμένο με μίτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτρα (Ι) + χίτων (< χιτών), πρβλ. κηρο χίτων, λινο χίτων] … Dictionary of Greek
κηροχίτων — κηροχίτων, ωνος, ὁ, ἡ (Α) ο περιβεβλημένος με κηρό, κέρινος («λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηρο χίτων, χαλκο χίτων] … Dictionary of Greek