Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κηπευτής

См. также в других словарях:

  • κηπευτής — κηπευτής, ὁ (ΑΜ) [κηπεύω] κηπουρός …   Dictionary of Greek

  • κηπευτής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτῆς — κηπευτός cultivated fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευταῖς — κηπευτής masc dat pl κηπευτός cultivated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτοῦ — κηπευτής masc gen sg κηπευτός cultivated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτῶν — κηπευτής masc gen pl κηπευτός cultivated fem gen pl κηπευτός cultivated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευτικός — ή, ό (ΑΜ κηπευτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα») 2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτική η τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρική νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»