Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κείων

См. также в других словарях:

  • Κείων — Κέως Wiener Sitzb. fem gen pl Κέως Wiener Sitzb. masc/neut gen pl Κεῖος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείων — κείω to lie down pres part act masc nom sg κείω 1 to lie down pres part act masc nom sg (epic) κείω 2 cleave pres part act masc nom sg (epic) κεῖμαι Aër. fut part act masc nom sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • CEI — incolae Insul. Ceae, quam post mortem Actaeonis tenuisse Aristaeum, consentiunt Auctores. Virg. l. 1. Georg. v. 14. et cultor nemorum, cui pinguia Ceae Tercentum nivei toudent dumeta iuvenci. Apollonius Rhodius, λίπεν δ᾿ ὅγέ πατρὸς ἰφετμῇ Φθιην,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κεάζω — (Α) 1. σπάζω, σχίζω 2. (για κεραυνό) συντρίβω 3. χτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. κεα (πρβλ. αόρ. κεά σσαι, ευ κέα στος, αλλά και κείω) < *κεσα < ΙΕ ρίζα *kes «κόβω» (πρβλ. αρχ. ινδ. śas [a]ti, śasisyati «κόβω», λατ. castrare «κλαδεύω»). Κατ… …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Κέα ή Τζια — Νησί (131 τ. χλμ., 2.417 κάτ.) των Κυκλάδων, το δυτικότερο και πλησιέστερο προς την Αττική. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Κυκλάδων και πρωτεύουσά του είναι ο οικισμός Ιουλίς (701 κάτ.). Έχει σχήμα επίμηκες, σχεδόν ωοειδές, με ελαφρά νοτιοδυτική… …   Dictionary of Greek

  • βλακειῶν — βλᾱκειῶν , βλακεία slackness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρυκείων — κηρῡκείων , κηρύκειον herald s wand neut gen pl κηρύκειος of a herald masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»