-
1 κεφαλάδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλάδιον
-
2 κεφαλῆφιν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλῆφιν
-
3 κεφαλαία
κεφᾰλ-αία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαία
-
4 κεφαλαργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαργία
-
5 κεφαληδόν
κεφᾰλ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαληδόν
-
6 κεφαλίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλίδιον
-
7 κεφαλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλίζω
-
8 κεφαλικός
A of or for the head, of remedies, etc.,κ. ἔμπλαστροι Dsc.3.88
, cf. Asclep. ap. Gal.13.543;δυνάμεις Dsc.3.48
(v.l. κεφαλαλγικαῖς), cf. Arch.Pap. 4.270 (iii A.D.);δέλτοι Gal.2.607
; κεφαλική, ἡ, name of a herb, Griffith <*> Thompson Demotic Magical Papyrus versoiv 10. Adv. - after the manner of a head,Corp.Herm.
10.11.II touching the head or life,πράγματα PMag.Leid.V.5.13
; capital,δίκη POxy.2104.15
(iii A.D.);τιμωρία Rev.Bibl.35.285
([place name] Jerusalem), Cod.Just.1.12.3.2 (Theodosius II), Just.Nou.85.3.1; κίνδυνος ib.123.31. Adv. -κῶς, κολασθήσεσθαι to be punished capitally, Hdn.2.13.9;τιμωρεῖσθαι Just. Nou.123.31
, cf. Cod.Just.9.4.6.4.IV κ. σμίλη sharp, strong chisel, Gal.2.607.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλικός
-
9 κεφαλίνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλίνη
-
10 κεφάλιον
κεφᾰλ-ιον, τό, Dim. of κεφαλή, ἵππου κ., as an ornament, IG22.1466.13, cf. Dsc.4.148, Sor.1.119, al., Plu. 2.641b; κ. γλυκύ, of a person, Sammelb.5807.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφάλιον
-
11 κεφαλισμός
κεφᾰλ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλισμός
-
12 κεφαλίς
A little head,σκορόδου Luc.DMeretr.14.3
; head of a nail, Ath.11.488c; extremity,τῶν σκυταλίδων Antyll.
ap. Orib.44.23.74.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλίς
-
13 κεφαλίτης
κεφᾰλ-ίτης [ῑ] λίθοςA corner-stone, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλίτης
-
14 κεφαλιτοπαραμήκης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλιτοπαραμήκης
-
15 κεφαλουργός
κεφᾰλ-ουργός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλουργός
-
16 κεφαλώδης
κεφᾰλ-ώδης, ες,A = κεφαλοειδής, like a head, Thphr.HP8.8.5, 9.8.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλώδης
-
17 κεφάλωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφάλωμα
-
18 κεφαλών
A fan-palm, Chamaerops humilis, Pall.Agr.5.4.5.II = κεφαλωτόν, BGU1118.12 (i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλών
-
19 κεφαλωτός
A with a head, headed, Arist.Cat. 7a16; of plants with a head,πράσον Dsc.2.149
, cf. Epaenet. ap. Ath.9.371e, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.15.18, Gp.12.1.8: Subst. - ωτόν (sc. πράσον), τό, BGU1120.16 (i B.C.); also, of a bolt, with a flat head,περόνη κ. Ph. Bel.76.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλωτός
-
20 κεφαλῖνος
κεφᾰλ-ῖνος, ὁ, aGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλῖνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κεφαλ(λ)ονίτικος — και κεφαλληνιακός, ή, ό [κεφαλ(λ)ονίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προέρχεται από την Κεφαλ(λ)ονιά («κεφαλονίτικος χορός») … Dictionary of Greek
Κεφαλ(λ)ονίτης — και Κεφαλλήν, και Κεφαλονιώτης, ο, θηλ. Κεφαλ(λ)ονίτισσα (ΑΜ Κεφαλλήν, ήνος, θηλ. Κεφαλληνίς, ίδος, Μ αρσ. και Κεφαλληνός και Κεφαλληνιός) αυτός που κατάγεται από την Κεφαλληνία ή ο κάτοικος τής Κεφαλληνίας … Dictionary of Greek
κεφαλ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) ανήκει ή αναφέρεται στο κεφάλι (κεφαλαλγής, κεφαλόδεσμος) β) μοιάζει με κεφάλι ή έχει το σχήμα κεφαλιού (κεφαλοτύρι) γ) είναι το ανώτατο σημείο, η κορυφή, ο αρχηγός… … Dictionary of Greek
κομμοκεφαλιάζω — (Μ) αποκεφαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμός (Ι) «κόψιμο» (< κόπτω) + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλ ιάζω, σπαζο κεφαλ ιάζω] … Dictionary of Greek
καρούλα — η 1. εξόγκωμα στο κεφάλι από χτύπημα 2. φλύκταινα, φουσκάλα τού δέρματος με υγρό, που δημιουργείται από έγκαυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρούλι + μεγεθ. κατάλ. α κατά το σχήμα κεφάλ ι: κεφάλ α] … Dictionary of Greek
κεφαλονιψία — η και κεφαλόνιπτρον, το (Μ κεφαλονιψία και κεφαλόνιπτρον) μεσαιωνικό έθιμο στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, κατά το οποίο οι χριστιανοί μια μέρα τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, συνήθως την Κυριακή τών Βαΐων, έλουζαν το κεφάλι ή και όλο το σώμα τους.… … Dictionary of Greek
ποδάρας — και ποδαράς, ο, θηλ. ποδαρού, Ν άτομο με πολύ μεγάλα πόδια ή πέλματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρα (πρβλ. κεφάλ ας: κεφάλ α)] … Dictionary of Greek
προκοίλας — και προκοιλάς, ο, Ν αυτός που έχει προκοίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκοίλι + κατάλ. ας/ άς (πρβλ. κεφάλ ας/κεφαλ άς)] … Dictionary of Greek
anthocephalous — anthocephalous, a. (ænθəʊˈsɛfələs) [f. Gr. ἄνθο ς flower + κεϕαλ ος comb. adj. form of κεϕαλ ή head + ous.] Having a flower like head. in Craig … Useful english dictionary
Kefalotiry — Kefalotýri Kefalotýri Pays d’origine Grèce Lait de brebis modifier … Wikipédia en Français
Kefalotyri — Kefalotýri Kefalotýri Pays d’origine Grèce Lait de brebis modifier … Wikipédia en Français