Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κεφάλιον

См. также в других словарях:

  • κεφάλιον — κεφάλιον, τὸ (Α) βλ. κεφάλι …   Dictionary of Greek

  • κεφάλιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεφάλιον — Κεφαλίων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλίοις — κεφάλιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλίου — κεφάλιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλίων — κεφάλιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλίῳ — κεφάλιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφάλια — κεφάλιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοκεφάλιον — κυνοκεφάλιον, τὸ (Α) 1. το φυτό αντίρρινο 2. το φυτό φύλλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κεφάλιον (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

  • προσεπαίρω — Α [ἐπαίρω, ομαι] 1. σηκώνω, ανυψώνω επί πλέον («προσεπαίρειν κεφάλιον», Σωρ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω πάρα πολύ, δίνω πολύ θάρρος 3. παθ. προσεπαίρομαι μτφ. υπερηφανεύομαι ακόμη πιο πολύ, γίνομαι ακόμη περισσότερο αλαζονικός («προσεπήρθη ὑπὸ τῆς… …   Dictionary of Greek

  • ԹԱԿԱՂԱՂ — (ի, աց.) NBH 1 0793 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c գ. ԹԱԿԱՂԱՂ գրի եւ ԹԱԿԱՂԱԿ. κεφαλίδιον, κεφάλιον, κεφαλίς capitulum, capitellum Գլուխ սեան. վերնախարիսխ. խոյակ. (իբրու թագ, թաքքեա. կամ թակ ʼի վերայ գլխոյ սեան). *Սիւն մի հրեղէն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»