-
1 κεφαλα
-
2 κεφάλα
η1) большая голова; 2) см. κεφάλας 2, 3 -
3 Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
• Горох не лучше бобовИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————• Не смейся, горох, не лучше бобовИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα
-
4 κεφαλη
ἥ1) головаἄγχι σχὼν κεφαλήν Hom. — прислонив голову;
ἐς πόδας ἐκ κεφαλῇς Hom. — с головы до ног;ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τέν κεφαλήν Arph. — с начала до конца;ἐπὴ κεφαλέν ὠθεῖν τινα Plat. — сбрасывать кого-л. головой вниз;ἐπὴ κεφαλέν βαδίζειν εἴς τι Dem. — стремглав помчаться куда-л.;κατὰ κεφαλέν τὸ τεῖχος Xen. — часть стены, находящаяся над головой (ср. 3);(ὅ λίθος) οὕτος ἐγενήθη εἰς κεφαλέν γωνίας погов. NT. — этот (отброшенный прочь) камень стал краеугольным2) перен. голова, глава(ὅ ἀνέρ κ. ἐστι τῆς γυναικός NT.)
3) перен. голова, жизньἔργον, ὃ σῇ κεφαλῇ ἀναμάξεις Hom. — дело, за которое поплатишься своей головой;
κεφαλης παρθέμενοι Hom. — рискующие (своими) головами4) лицо, человек, душаκατὰ κεφαλήν Arst. — подушно, (каждый) в отдельности (ср. 1);τὸν ἐγὼ τῖον ἶσον ἐμῇ κεφαλῇ Hom. — я его любил как самого себя;πολλαὴ ἴφθιμοι κεφαλαί Hom. — многие храбрецы5) ( в обращении) душа моя, друг, приятель ( обычно не переводится)Τεῦκρε, φίλη κ.! Hom. — Тевкр, дорогой мой!;
Ἄπολλον, ὦ δία κεφαλά! Eur. — о, божественный Аполлон!;ὦ μιαρὰ κ.! Dem. — ах ты негодяй!;ὦ μέλεοι θνητοὴ καὴ νήπιοι! - Ἐς κεφαλέν σοί! Arph. — о, жалкие и нелепые люди! - Ты сам такой!;ἐς κεφαλέν τρέποιτ΄ ἐμοί! Arph. — пусть (это пожелание) обратится на меня!6) толстый конец, головка(σκορόδου Arph.)
7) верх, крайὑπὲρ κεφαλᾶς Theocr. — через край
8) исток, верховье(ποταμοῦ Her.)
9) насыпь, вал(κ. τῆς τάφρου Her.)
10) головной убор(κ. περίθετος Arph.)
11) сущность, главноеκεφαλέν ἔχειν Arst. — иметь основное значение
12) итог, завершениеκεφαλέν ἀποδοῦναι τοῖς εἰρημένοις Plat. — подвести итог сказанному;
ἵνα ὅ λόγος κεφαλέν λάβῃ Plat. — чтобы завершить беседу -
5 γάϊδαρος
ο, γάϊδάρα и γάϊδούρα η ос|ёл, -лица (тж. о человеке) § γάϊδαρος ξεκαπίστρωτος нахал;γάϊδαρος ακάλεστος — незваный гость;
κατά φωνή κι' ο γάϊδαρος — лёгок на помине;
έδεσε το γάιδαρο του он себя обеспечил;γάϊδάρου λύραν επαιζαν κι' αυτός τ' αυτιά του τάραζε — метить бисер перед свиньями;
φταίει ο γάϊδαρος και χτυπούν το σαμάρι — погов, с больной головы на здоровую;
κάποιου χάριζαν γάϊδαρο και κοίταζε τ' αφτιά ( — или τα δόντια) του — посл, дарёному коню в зубы не смотрят;
είπε ο γάϊδαρος τον πετεινό κεφάλα — погов, не смейся, горох, не лучше бобов
См. также в других словарях:
Κεφαλά — Κεφαλά̱ , Κεφαλή fem nom/voc/acc dual Κεφαλά̱ , Κεφαλή fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλά — κεφαλά̱ , κεφαλή fem nom/voc/acc dual (epic) κεφαλά̱ , κεφαλή fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 165 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στον ισθμό της Ιεράπετρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. * * * η 1. μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι 2. (σκωπτικά για πρόσ.) ανόητος ή… … Dictionary of Greek
κεφάλα — η μεγεθυντικό του κεφαλή, μεγάλη κεφαλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεφαλᾷ — Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλᾷ — κεφαλή fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνω Κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 24 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολιών … Dictionary of Greek
Κάτω Κεφάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στη μέση του νομού, 30 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολιών … Dictionary of Greek
КЕФАЛА — • Κεφαλα̃ς, см. Anthologia graeca, Греческая антология … Реальный словарь классических древностей
Κεφαλᾶι — Κεφαλᾷ , Κεφαλή fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλᾶι — κεφαλᾷ , κεφαλή fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)