-
1 κευθμός
-
2 κευθμών
κευθμών, ῶνος, ὁ, ein verborgener, abgelegener Ort, Schlupfwinkel, Höhle; μαιομένη κευϑμῶνας ἀνὰ σπέος Od. 13, 367, um Schätze zu verstecken; auch πυκινοὶ κευϑμῶνες, dichtverwahrte Schweinekofen, 10, 283; γαίης ἐν κευϑμῶνι Hes. Th. 158; vgl. Ταρτάρου μελαμβαϑὴς κευϑμών, der schwarztiefe Schlund, Aesch. Prom. 220; aber Eum. 772 ἕδρας τε καὶ κευϑμῶνας ἐνδίκου χϑονός ist = ἄδυτον, das verborgene Allerheiligste; vgl. Coluth. 93; – κευϑμῶνες ὀρέων, Schluchten, Pind. P. 9, 35; Ἰδαῖον ἐς κευϑμῶνα Eur. Hel. 24; ἠλιβάτοις ὑπὸ κευϑμῶσι Hipp. 732, vgl. Cycl. 292. S. auch κεῦϑος. Selten in Prosa, wie Strab., s. κευϑμός.
См. также в других словарях:
κευθμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κευθμός — ο (Α κευθμός) [κεύθω] νεοελλ. αμυντική διάταξη τών τάφρων τών οχυρών για προφύλαξη τών αμυνομένων αρχ. κευθμών*, κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά … Dictionary of Greek
κευθμῶν — κευθμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κευθμῷ — κευθμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κευθμόν — κευθμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό … Dictionary of Greek
(s)keu-2, (s)keu̯ǝ : (s)kū- — (s)keu 2, (s)keu̯ǝ : (s)kū English meaning: to cover, wrap Deutsche Übersetzung: “bedecken, umhũllen” Material: O.Ind. skunüti, skunō ti, sküuti “bedeckt”; doubtful ku kūla “Hũlsen, armament, armor”, püṃ su kūla “Lumpenkleid … Proto-Indo-European etymological dictionary