-
1 κεστρινίσκος
κεστρινίσκος, ὁ, dim. von κεστρῖνος, Clearch. bei Ath. VIII, 332 c; VLL.
-
2 κεστρινίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεστρινίσκος
-
3 κεστρινίσκοις
κεστρινίσκοςmasc dat pl -
4 κεντρίσκος
κεντρίσκος, ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.
-
5 κεντρίσκος
κεντρ-ίσκος, ὁ, a kind ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρίσκος
См. также в других словарях:
κεστρινίσκος — κεστρινίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κεστρίνος* … Dictionary of Greek
κεστρινίσκοις — κεστρινίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)